ΣΧΕΔΙΟ

Κόκκινο-πράσινο Δίκτυο του ΣΥΝ

Για τον πόλεμο, την τρομοκρατία, την ακροδεξιά και την Αριστερά

 

Το σχέδιο πολιτικής παρέμβασης που ακολουθεί είναι η αποτύπωση μιας δημόσιας συζήτησης του Κοκκινοπράσινου Δικτύου που έγινε τον Ιούλιο στη Θεσ/νίκη .

Συμπληρώθηκε μετά την αποτίμηση των αποτελεσμάτων των δημοτικών εκλογών για την τοπική Αυτοδιοίκηση και αποτελεί βάση για συζήτηση, απευθυνόμενο σε συντρόφους και συντρόφισσες εντός και εκτός  Συνασπισμού.

Το τελικό κείμενο θα δημοσιευθεί στην «ΑΥΓΗ» και την «ΕΠΟΧΗ» με ενσωματωμένες τις παρατηρήσεις και επαναδιατύπωση του συνόλου των θέσεων.

 

Ένα χρόνο μετά το τρομοκρατικό χτύπημα στους Δίδυμους Πύργους και το Πεντάγωνο, ένας δεύτερος πόλεμος, μετά την επέμβαση στο Αφγανιστάν. Η εισβολή στο Ιράκ από την πολεμική μηχανή των ΗΠΑ έχει ελάχιστη στρατιωτική υποστήριξη, σχεδόν μόνον από την Αγγλία του Μπλερ και σαφώς μικρότερη πολιτική στήριξη από την επίθεση στο Αφγανιστάν, πόσο μάλλον από τους βομβαρδισμούς της Γιουγκοσλαβίας, που είχαν την συναίνεση όλης της Δύσης, συμπεριλαμβανομένης και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το νέο στρατιωτικό δόγμα των ΗΠΑ περί «προληπτικών πολέμων» δεν επιδιώκει τη νομιμοποίηση του από τους συμμάχους τους, γι’ αυτό τα ιδεολογήματα του παρελθόντος περί « ανθρωπίνων δικαιωμάτων» (Γιουγκοσλαβία) ή περί « πολέμου εναντίον του κακού» (Αφγανιστάν). Στην παρούσα φάση ο πόλεμος προετοιμάζεται χωρίς ηθικοπλαστικές δικαιολογίες, χωρίς συναινέσεις, χωρίς διεθνείς δεσμεύσεις. Η «αντιτρομοκρατική πολιτική», ο ισχυρισμός «όποιος δεν είναι μαζί μας είναι εναντίον μας», δεν αναζητούν προσχήματα και συναινέσεις, εδράζεται αποκλειστικά στην ισχύ της ιμπε-ριαλιστικής υπερδύναμης. Στο ίδιο πνεύμα, η στάση των ΗΠΑ στην παγκόσμια διάσκεψη του Γιοχάννεσμπουργκ για την αειφόρο ανάπτυξη, με την ίδια αυτοκρατορική λογική η απαξίωση του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου. Η απουσία ενός διεθνούς πλαισίου συναπόφασης συνιστά κεντρικό στοιχείο της κρίσης που διανύει η ηγεμονία της Νέας Τάξης Πραγμάτων, κρίσης του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού και του νεοφιλελεύθερου σχεδίου. Όμως η ηγεμονία του νεοφιλελευθερισμού αποδομείται και στο εσωτερικό των χωρών λόγω της αύξησης των ανισοτήτων, της οικονομικής κρίσης, της κατάρρευσης των χρηματιστηρίων και της «νέας οικονομίας», των οικονομικών σκανδάλων (Ένρον, Γουόρλντ Κομ), της κρίσης και της οικονομικής εξαθλίωσης των χωρών της Λατινικής Αμερικής (Αργεντινή, Ουραγουάη, η απειλή εναντίον της Βραζιλίας του Λούλα και του κόμματος Εργασίας) που τελούν υπό την ομηρία του Δ.Ν.Τ. και της Παγκόσμιας Τράπεζας. Την κρίση βέβαια επιταχύνουν τα κινήματα  κατά της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης αλλά και το αντιπολεμικό κίνημα που αναπτύσσεται όχι μόνο στις ευρωπαϊκές πόλεις αλλά και στις μητροπόλεις των ΗΠΑ, της Αυστραλίας και του Καναδά.

 

Η κρίση του πολιτικού συστήματος

 

Η κρίση ηγεμονίας της νεοφιλελεύθερης διαχείρισης προκαλεί αφευατή ανάδυση των αριστερών ιδεών, πόσο μάλλον εφαλτήριο της πολιτικής και οργανωτικής ανάπτυξης της Αριστεράς. Η ιδεολογική ασάφεια, η πολιτική σύγχυση και ρευστότητα, οι άγονοι και σχηματικοί ανταγωνισμοί δεν βοηθούν στην ανάπτυξη πρωτοβουλιών διαλόγου και δράσης στην κατεύθυνση ανασύνθεσης της Αριστεράς.

Η απουσία λαϊκής συμμετοχής στον κοινωνικό και τον πολιτικό στίβο αποτελεί βασικό στοιχείο της κρίσης της Αριστεράς αλλά και ολοκλήρου του πολιτικού συστήματος με την έννοια της μη εκπροσώπησης σε αυτό των λαϊκών συμφερόντων και της συνακόλουθης απαξίωσης της πολιτικής ως διαμεσολάβησης κοινωνικών αναγκών. Η συρρίκνωση της πολιτικής αντιπροσώπευσης στο κοινοβουλευτικό σύστημα οφείλεται –και καταλήγει– στη σύγκλιση προγραμμάτων πρακτικών εκ μέρους των παραδοσιακών, συντηρητικών και σοσιαλδη-μοκρατικών, κομμάτων, σ’ ένα διπολικό πολιτικό σύστημα Το οποίο εμφορείται από τον ίδιο νεοφιλελεύθερο «καταστατικό χάρτη» που διευρύνει τις ανισότητες, εμπορευματοποιεί κοινωνικά αγαθά, όπως η υγεία και η παιδεία και καθιστά την εργασία επισφαλή και ευάλωτη απέναντι στην εξουσία των εργοδοτών. Την κοινωνική συνοχή, ως πειθάρχηση πλέον, την αναλαμβάνουν οι κατασταλτικοί μηχανισμοί του κράτους, με «έκτακτες» εξουσίες  και ελάχιστες δημοκρατικές εγγυήσεις. Το δόγμα της «ασφάλειας» δεν επιχειρεί να νομιμοποιήσει μόνο τον ιμπεριαλισμό της υπερδύναμης αλλά εισβάλλει, με την αμέριστη υποστήριξη χειραγωγημένων και αδηφάγων Μ.Μ.Ε., στις ίδιες τις κοινωνίες, ενώ παράλληλα εδραιώνεται και στο πεδίο των θεσμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μέσω των κοινών ευρωπαϊκών πολιτικών για την ενοποίηση των δικαιακών συστημάτων και την ευρωπαϊκή ασφάλεια… (Υπό αυτή την έννοια, φιλοευρωπαϊκές μεν απόψεις, που όμως δεν συνυπολογίζουν τους όρους κυριαρχίας του κεφαλαίου καθίστανται εκ των πραγμάτων, απολογητικές, σωτηρητικές  και δυσφημιστικές, τουλάχιστον για τις απόψεις της ευρωκομουνιστικής παράδοσης).

Τα πληβειακά στρώματα, των οποίων τα συμφέροντα δεν διαμεσολαβούνται στο πολιτικό σύστημα εξωθούνται στην ιδιώτευση και στην απάθεια, την ίδια στιγμή που αποτελούν την πρώτη ύλη της ακροδεξιάς δημαγωγίας. Ενώ από την άλλη ριζοσπαστικές κοινωνικές τάσεις βλέπουν με συμπάθεια τις τρομοκρατικές οργανώσεις, όχι φυσικά με όρους ανατροπής του καπιταλισμού αλλά με πράξεις εκδίκησης εναντίον των εκπροσώπων του. Με αυτή την έννοια, το 13,6% του Καρατζαφέρη στην υπερνομαρχία, είναι μεν ψήφος διαμαρτυρίας προς τη ΝΔ για την επιλογή Τζανετάκη και αμοραλιστική κατασκευή του ΠΑΣΟΚ για να αναχαιτίσει την αυτοδυναμία της ΝΔ στις κοινοβουλευτικές εκλογές, την ίδια όμως στιγμή ο εθνικιστικός, ξενοφοβικός και θρησκόληπτος λόγος του, διανθισμένος με αντιϊμπεραλιστικά συνθήματα και κοινωνικές αναφορές –στο παράδειγμα του Λεπέν- συγκινεί ευρύτερα ακροατήρια, εκτός των συντηρητικών, συμπεριλαμβανομένων των αριστερών. Με αυτή την έννοια, η μικρή επιρροή του μισαλλόδοξου κηρύγματος του Καρατζαφέρη στους ψηφοφόρους του Συνασπισμού οφείλει να αποδοθεί στον συνεπή αντιεθνικιστικό και αντιρατσιστικό λόγο, στο μέτωπο που άνοιξε το κόμμα, με αφορμή τις ταυτότητες, στο θρησκευτικό φανατισμό. Η ανάδειξη της ταυτότητας της ριζοσπαστικής αριστεράς, μπορεί να είναι το μόνο αποφασιστικό ανάχωμα στην ακροδεξιά δημαγωγία. Από την άλλη μεριά (στο ίδιο ερμηνευτικό πλαίσιο) η σημερινή ατομική τρομοκρατία, δεύτερης και τρίτης γενιάς, ελάχιστη σχέση διατηρεί με ρεύματα που έλκουν την καταγωγή τους στο Μάη του 68 ή στις θεωρίες της ιταλικής αυτονομίας. Είναι προϊόντα του ύστερου νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού, στρατολογούν τα μέλη τους από στρώματα λαϊκά, με φτωχή και επιφανειακή πολιτικοποίηση, τη δράση των οποίων οπλίζει το «το ταξικό μίσος» και όχι το πολιτικό σχέδιο ανατροπής του συστήματος.

 

Η πολιτικοποίηση της συζήτησης για την τρομοκρατία

 

Μέσα από αυτό το πρίσμα πρέπει κατά τη γνώμη μας να διεξαχθεί η συζήτηση για την ατομική τρομοκρατία, με αφορμή τη σύλληψη της 17Ν. Η πολιτικοποίηση της συζήτησης δηλαδή η αναγνώριση ότι οι τρομοκρατικές οργανώσεις, συμπεριλαμβανομένης της 17Ν, είναι ένα κατεξοχήν πολιτικό φαινόμενο το οποίο απαιτεί πολιτική ανάλυση και πολιτικές απαντήσεις. Είναι υποκριτικό και συνιστά υποταγή στον κυρίαρχο πολιτικό λόγο η αντιμετώπιση της τρομοκρατίας ως ένα φαινόμενο ποινικής παρεκτροπής. Άλλες απόψεις, που υποτιμούν την συζήτηση θεωρώντας ότι τα πραγματικά προβλήματα είναι αλλού, στον πόλεμο, στην ανεργία, στα εργατικά ατυχήματα είναι καταρχάς σωστές και κρίσιμες στην ανάδειξή τους, δεν δικαιολογούν όμως την απόσυρση από την επίκαιρη πολιτική αντιπαράθεση όταν μάλιστα αυτή γίνεται με αφανή κέντρα αλλά φανερούς στόχους, την απαξίωση της Αριστεράς, την ποινικοποίηση του κοινωνικού ανταγωνισμού, την εμπέδωση του κράτους ασφαλείας.

Σήμερα τη συζήτηση κανοναρχούν το ενιαίο επικοινωνιακό κέντρο της κυβέρνησης και των αντιτρομοκρατικών υπηρεσιών, οι κίτρινες εφημερίδες, οι τηλεοπτικοί αστέρες και τα κανάλια του λαϊκισμού και της τρομολαγνείας. Είναι μερική και πολιτικά άστοχη η κριτική που περιορίζεται στον τρομολαγνικό χαρακτήρα των Μ.Μ.Ε. και αφήνει στο απυρόβλητο την πηγή των «ειδήσεων», τους κατασκευαστές των ιδεολογημάτων, αυτούς που ορίζουν τους στόχους και τα θύματα της επικοινωνιακής εκστρατείας, δηλαδή το αρμόδιο πολιτικό προσωπικό της κυβέρνησης με την τεχνογνωσία των μυστικών υπηρεσιών και με τη συνδρομή εφημερίδων και μεγαλοδημοσιογράφων. Στόχοι και θύματα της επικοινωνιακής στρατηγικής είναι η ιδεολογία της Αριστεράς, οι δημοκρατικές ευαισθησίες, το αίσθημα Δικαίου της ελληνικής κοινωνίας, το φρόνημα εκείνων των διανοουμένων που δεν υποτάσσουν την επιστημονική τους άποψη και το πολιτικό τους ήθος στις επιταγές της αντιτρομοκρατικής πολιτικής, που δεν στρατεύονται στα δόγματα της Ασφάλειας και στις λογικές της μηδενικής ανοχής. Δεν είναι λίγοι αυτοί που αντιστέκονται, παραδείγματα πολλά, από διανοουμένους και πολιτικά στελέχη έως τους ενόρκους του δικαστηρίου που αθώωσαν τον Α. Λεσπέρογλου, δηλαδή την ίδια την κοινωνία.

Στόχος της επικοινωνιακής πολιτικής είναι οποιοσδήποτε φορέας αρθρώνει διαφορετικό λόγο, οποιοσδήποτε υπερασπίζεται δικαιώματα και ελευθερίες που αναφέρονται στην παράδοση του Κράτους Δικαίου. Γι’ αυτό το λόγο η δυσφήμηση του Συνασπισμού, της ΕΣΗΕΑ, του Δικηγορικού Συλλόγου της Αθήνας, του Δικτύου για τα Πολιτικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, του Παρατηρητηρίου του Ελσίνκι, της Διεθνούς Αμνηστίας, φορέων και προσώπων που λοιδωρούνται, όταν δεν εκβιάζονται ανοιχτά, για στιγματισμό ως φίλοι της 17Ν ή ακόμα και ως πολιτικό προσωπικό της, ή κόμμα της τρομοκρατίας.

 

Το κενό αριστερής στρατηγικής

 

Η Αριστερά, ή για την ακρίβεια οι πολλές Αριστερές, για άλλη μία φορά αποδεικνύουν το στρατηγικό κενό στην αντιμετώπιση της συγκυρίας. Το ΚΚΕ αναχωρεί από τη σύγκρουση ισχυριζόμενο ότι η 17Ν είναι προέκταση των μυστικών υπηρεσιών οι οποίες την αποσύρουν τώρα από την ενεργό δράση και ως εκ τούτου η συζήτηση δεν το αφορά. Για τις παρεπόμενες εκτροπές στο πεδίο των δικαιωμάτων και των ελευθεριών, έχει να πει ότι αποτελούν μέρη της ιμπεριαλιστικής επίθεσης των ΗΠΑ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τις εντάσσει στο πλαίσιο της αντιιμπεριαλιστικής του πολιτικής. Την ίδια πολιτική ανάλυση υιοθετούν και άλλες οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, οι οποίες κατανοούν το κράτος ως το μηχανισμό εξουσίας και των αστών και τη δημοκρατία ως το πρόσχημα που εξασφαλίζει την ψευδαίσθηση και τη συναίνεση των εργατών. Αδιαφορεί επί της ουσίας για την πάλη για δικαιώματα και ελευθερίες και οι όποιες αναφορές τους στα ζητήματα του Κράτους της Ασφάλειας είναι για να αποκαλύψουν το χαρακτήρα της ιμπεριαλιστικής επέμβασης. Ένα τμήμα της ριζοσπαστικής Αριστεράς με το οποίο έχουμε δώσει και δίνουμε καθημερινά κοινούς αγώνες για τα πολιτικά δικαιώματα, τον εθνικισμό, τον αγώνα ενάντια στο ρατσισμό, συμμετέχουμε από κοινού στο κίνημα κατά της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, εγκλωβίζεται σε μία σχηματική και απόλυτη ιδεολογική στάση έναντι της συγκυρίας· μία αυστηρή γραμμική αντιπαράθεση όπου από τη μία μεριά βρίσκεται το κράτος και από την άλλη η Αριστερά, ή για την ακρίβεια οι οργανώσεις και τα στελέχη της Αριστεράς με την έννοια ότι αγνοεί ή αδιαφορεί για το πώς συγκροτεί τη συνείδησή του ο κόσμος της Αριστεράς. Θεωρεί πλαστά τα διλήμματα που θέτει η εξουσία και η αντιτρομοκρατική πολιτική των Η.Π.Α. Διλήμματα ανύπαρκτα κατά την άποψή τους, που επινοούνται προκειμένου να δυσφημιστεί η Αριστερά, να απαξιωθούν απελευθερωτικά κινήματα, να υποταχθούν στο κίνημα κατά της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης. Μέσα από αυτό το πρίσμα απομονώνεται σε μια κρίσιμη πολιτική μάχη για τη διεκδίκηση της συνείδησης της κοινωνίας και των αριστερών, συγκρούεται αυτάρεσκα χωρίς συμμάχους με απεύθυνση σε μειοψηφικά ακροατήρια, δίνει τα περιθώρια στο στρατηγικό κέντρο της κυβέρνησης να εργάζεται για την πολιτική τους απομόνωση, δεν προστατεύει το πολιτικό μήνυμα από τρομολαγνικές ομάδες αναρχικών που αλλοιώνουν και παραχαράσσουν το χαρακτήρα των διαδηλώσεων, εκδηλώσεων κ.λπ.

 

Για το κράτος και τη δημοκρατία

 

Για την ανανεωτική και ριζοσπαστική Αριστερά, οι οργανώσεις ένοπλης ατομικής βίας, οι τρομοκρατικές οργανώσεις τύπου 17 Νοέμβρη, δεν ήταν απλά ανταγωνιστικές οργανώσεις στο πλαίσιο της Αριστεράς, ούτε φυσικά η κριτική περιορίζεται μόνο στα αποτελέσματα της δράσης τους. Οι διαφορές και οι αντιθέσεις είναι ιδεολογικού και στρατηγικού τύπου. Οργανώσεις ιεραρχικές, στρατιωτικοποιημένες, χωρίς σεβασμό στην ανθρώπινη ζωή και αξιοπρέπεια, οργανώσεις που χρησιμοποιούν τα ίδια μέσα με τους αντιπάλους τους, οργανώσεις που με τη μιντιακή ένοπλη προπαγάνδα τους απαξιώνουν το ίδιο το υποκείμενο της απελευθέρωσης, το μαζικό κίνημα, την εργατική τάξη, δεν παράγουν μόνο αρνητικούς συσχετισμούς στο σήμερα, φωτίζουν και το χαρακτήρα του καθεστώτος που επιθυμούν να οικοδομήσουν: ιεραρχικό, βάναυσο, εξουσιαστικό. Η δικιά μας Αριστερά κατανοεί διαφορετικά το κράτος και τη δημοκρατία, άρα και τη διαδικασία μετασχηματισμού. Για τη δικιά μας πολιτική ανάλυση το κράτος δεν είναι μια μηχανή καταπίεσης και μόνο, είναι η έκφραση του συσχετισμού πολιτικών δυνάμεων σε κάθε στιγμή και συγκυρία της ταξικής πάλης. Για μας το κοινωνικό κράτος ή το κράτος δικαίου δεν είναι η παραχώρηση της αστικής εξουσίας αλλά το προϊόν των αγώνων και των διεκδικήσεων του εργατικού κινήματος. Το νεοφιλελεύθερο κράτος του αποκλεισμού, των ανισοτήτων, της συρρίκνωσης των κοινωνικών δικαιωμάτων και των πολιτικών ελευθεριών, καθρεφτίζει ακριβώς την υποχώρηση της Αριστεράς και την ύφεση των κοινωνικών αγώνων. Προέκταση αυτής της πολιτικής ανάλυσης είναι η αντίληψή μας για τη δημοκρατία, η διάχυση στη βάση των πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, η αντιιεραρχική οργάνωση, η λαϊκή συμμετοχή, με την ενίσχυση των μορφών άμεσης δημοκρατίας, ο κοινωνικός έλεγχος της παραγωγής, τα κριτήρια στη βιώσιμη ανάπτυξη, οι κοινωνικές ανάγκες απέναντι στις λογικές του κέρδους είναι το πεδίο ταξικών διεκδικήσεων και ταξικών συγκρούσεων, το περιεχόμενο μιας διαδικασίας μετασχηματισμού και κοινωνικής απελευθέρωσης. Μ’ αυτή την έννοια είμαστε αντίπαλοι στο κράτος ασφαλείας, στις θεωρίες της μηδενικής ανοχής, στον περιορισμό ελευθεριών, προκειμένου να ενισχυθούν οι κατασταλτικοί μηχανισμοί του κράτους στο όνομα της εξάρθρωσης της τρομοκρατίας. Είμαστε λοιπόν αντίπαλοι στις θεωρίες για τη «θωράκιση της δημοκρατίας» με νόμους και τρομονόμους, οι οποίοι, αντί  να περιορίζουν την εξουσία του κράτους, περιορίζουν τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των πολιτών.

 

Συνασπισμός: Αριστερές επιλογές με έλλειμμα στρατηγικής

 

Ο Συνασπισμός την τελευταία διετία έχει κάνει κρίσιμες επιλογές που ενισχύουν τα αριστερά του χαρακτηριστικά, διαμορφώνουν ένα σύστημα συμμαχιών, αυτοκαθορισμού της Αριστεράς, και γειώνουν κοινωνικά την παρέμβασή του. Η δημιουργία του Χώρου διαλόγου και κοινής δράσης της Αριστεράς, η ένταξή του στο κίνημα κατά της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, η συμμετοχή του σε συζητήσεις για το ευρωπαϊκό κόμμα της Αριστεράς, οι κεντρικές επιλογές για τις αυτοδιοικητικές εκλογές, δείχνουν ένα φάσμα πολιτικών επιλογών με σαφή αριστερή προοπτική. Δύσκολες επιλογές σε σχέση με τον εσωκομματικό χάρτη, την ύπαρξη μιας μειοψηφικής μεν, εκσυγχρονιστικής δε, τάσης, η οποία όμως διατηρεί άριστες σχέσεις με τα Μ.Μ.Ε., με συνέπεια σε κρίσιμες στιγμές να μονοπωλεί την εικόνα του κόμματος υπερασπιζόμενη τις δικές της επιλογές περί κεντροαριστεράς. Παράλληλα, η μετέωρη κατάσταση ενός ενδιάμεσου στελεχιακού δυναμικού καθιστά τις επιλογές ευάλωτες, συγκυριακές, ανέτοιμες να αντιμετωπίσουν αναμενόμενες κρίσεις και πιέσεις. Η στάση του Συνασπισμού όσο γίνονταν οι συλλήψεις της 17 Νοέμβρη και εκτραχηλιζόταν η τρομολαγνεία των Μ.Μ.Ε. ήταν χαρακτηριστικά αντιφατική. Ο Συνασπισμός, μοναδικό κοινοβουλευτικό κόμμα που υπερασπίστηκε τις αξίες της Αριστεράς, αντιστάθηκε στις επιχειρήσεις ποινικοποίησης της ιδεολογίας και της ιστορίας της, αντεπιτέθηκε στα πεδία των δικαιωμάτων του νομικού πολιτισμού και του κράτους δικαίου, καυτηρίασε την τρομολαγνεία των Μ.Μ.Ε. και τις σκοταδιστικές απόψεις διαφόρων δημοσιολόγων. Στελέχη του Συνασπισμού ήταν παρόντα με δημόσιο πολιτικό λόγο, για να υπερασπιστούν αξίες και πολιτικά προτάγματα απαξιώνοντας την τρομοκρατική δράση της 17Ν. Παρ’ όλη την δημόσια έκθεσή του ο Συνασπισμός δεν κατάφερε να κεφαλαιοποιήσει πολιτικά τη στάση του, δεν έγινε το σημείο αναφοράς ενός κόσμου της Αριστεράς που αγανακτεί από τις τρομολαγνικές επιθέσεις, που αναζητεί λόγους και υλικό για να οργανώσει τη δικιά του αντίσταση. Οι αιτίες πρέπει να αναζητηθούν στην ποιότητα των επιχειρημάτων, δηλαδή στην αριστερή οπτική που υπερασπίζεται δικαιώματα και ιδανικά, στο πολιτικό θάρρος να αντιστέκεται στην τρομοκρατία του κυρίαρχου λόγου, στην παρρησία να πηγαίνει κόντρα στο ρεύμα. Οι λεκτικοί συμβιβασμοί, η επιφανειακή πολιτική ανάλυση που δεν αναδεικνύει στόχους, μέσα και διεθνή συγκυρία, δηλαδή τους όρους κυριαρχίας, και επιπλέον η έλλειψη θάρρους στα δύσκολα να υπερασπιστεί τους συμμάχους του στενεύουν την αποτελεσματικότητα του πολιτικού λόγου, της πολιτικής στάσης.

 

Αυτοδιοίκηση

 

Στις δημοτικές και νομαρχιακές εκλογές ο Συνασπισμός τα κατάφερε καλύτερα. Σε συνθήκες στασιμότητας της Αριστεράς και διπολικής πόλωσης της ελληνικής κοινωνίας, σ’ αυτές τις Δημοτικές και Νομαρχιακές εκλογές αναδύθηκαν ριζοσπαστικά σχήματα με αριστερό αυτοδιοικητικό λόγο, πλουραλιστική σύνθεση και σημαντική εκλογική καταγραφή. Παρά τις εγγενείς αδυναμίες, οργανωτικές και πολιτικές αδυναμίες των πολιτικών κινήσεων, αποστράτευση πολιτικού δυναμικού, περιστασιακή ενασχόληση με τα ζητήματα της πόλης, ακόμα και εκεί που υπήρχε εκπροσώπηση σε αυτοδιοικητικά σώματα, παραδοσιακές προσεγγίσεις στις νέες αντιθέσεις των τοπικών κοινωνιών, φαινόμενα παραγοντισμού που ενδημούν πλέον σε κάθε πολιτικό και κοινωνικό σχηματισμό, αναγωγή της θεσμικής παρέμβασης ως αποκλειστικό πεδίο καταξίωσης, της δημοτικής δουλειάς, παρ’ όλες αυτές τις αρνητικές παρακαταθήκες ο δημοτικός χάρτης της Αριστεράς που συντάχθηκε και με τις επιλογές του ΣΥΝ δημιουργεί ελπίδες για το αύριο. Αυτή την περίοδο στήθηκαν νέες αυτοδιοικητικές συλλογικότητες με φρέσκιες ιδέες που κατάφεραν στη σύντομη εκλογική διαδικασία να δώσουν αυτοδιοικητικό ριζοσπαστικό στίγμα και να γονιμοποιήσουν ουσιαστικές διαδικασίες ένταξης, συζήτησης και αυτοδιοικητικής παρέμβασης. Κατάφεραν, σε αντιδιαστολή με τον παραδοσιακό κεντρικοπολιτικό λόγο που εκφέρουν τα σχήματα τα υποστηριζόμενα από το ΚΚΕ, ένα λόγο καταγγελτικό, διχαστικό και αδιαφοροποίητο είτε πρόκειται για την κυβέρνηση είτε για τις τοπικές κοινωνίες, κατάφεραν να πολιτικοποιήσουν τις δημοτικές εκλογές στα προβλήματα των τοπικών κοινωνιών, στα προβλήματα της φτώχειας, της κοινωνικής αλληλεγγύης, στους ελευθέρους χώρους και τις δημόσιες συγκοινωνίες, στην ένταξη των μεταναστών, στη διαπλοκή των οικονομικών συμφερόντων με τις δημοτικές αρχές, να αντιπαραθέσουν τις δημόσιες λειτουργίες απέναντι στο ιδιωτικό κέρδος. Η βιωσιμότητα αυτών των σχημάτων, σχημάτων της ριζοσπαστικής Αριστεράς και της οικολογίας, μεταλαμπάδευση της πολιτικής πρότασης του χώρου διαλόγου και κοινής δράσης είναι ο δρόμος για την ανασύνταξη της Αριστεράς.

Σε αυτό το δρόμο περπατά από την ίδρυσή της η ιταλική Κομμουνιστική Επανίδρυση, κόμμα οδηγός για την ευρωπαϊκή Αριστερά, στον ίδιο δρόμο συναντώνται τα αριστερά ρεύματα που συζητούν για την ίδρυση του ευρωπαϊκού κόμματος της Αριστεράς. Η ίδια πολιτική σύνθεση συνομιλεί παγκοσμίως στο πλαίσιο της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς, που αποτελεί τη ραχοκοκαλιά των κινημάτων κατά της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης.