ΔΗΜΟΤΙΚΕΣ ΕΚΛΟΓΕΣ 2002

 

ΚΡΙΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΩΝ ΠΑΡΑΤΑΞΙΑΚΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΓΙΑ ΤΑ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ ΗΛΙΟΥΠΟΛΗΣ

 

 

 

 

ΘΑΝΑΣΗΣ ΤΣΑΚΙΡΗΣ

(Υποψήφιος διδάκτορας Πολιτικής Επιστήμης Πανεπιστημίου Αθήνας)

Δικτυακός τόπος http://dimotika.snn.gr

 

 

 

 


ΔΗΜΟΤΙΚΕΣ ΕΚΛΟΓΕΣ 2002

 

ΚΡΙΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΩΝ ΠΑΡΑΤΑΞΙΑΚΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΓΙΑ ΤΑ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ ΗΛΙΟΥΠΟΛΗΣ

 

 

Με το κείμενο αυτό προσπαθούμε να ανιχνεύσουμε τον προγραμματικό λόγο των δημοτικών παρατάξεων, που συμμετέχουν στις εκλογές της 13ης Οκτωβρίου, σχετικά με τα περιβαλλοντικά προβλήματα του δήμου μας.

 

Η αντιμετώπιση του θέματος δεν θα είναι ολοκληρωμένη αν δεν αναφερθούμε στον τρόπο με τον οποίο καθορίζεται η «ατζέντα» των «διακυβευμάτων» στην προεκλογική περίοδο. Γιατί η διαδικασία διαμόρφωσης ενός πολιτικού προγράμματος δεν είναι μια διαδικασία που αφορά μόνο το ανώτερο πολιτικό προσωπικό των παρατάξεων αλλά προσδιορίζεται από πολλές παραμέτρους, που έχουν αναφορά στην κοινωνία και τις διεργασίες της και που επιδρούν άμεσα ή έμμεσα.

 

ΤΟ ΔΙΑΚΥΒΕΥΜΑ

 

Όταν μια κατάσταση προκαλεί δυσφορία σε ένα τμήμα ή ομάδα του κοινωνικού συνόλου και αυτή η δυσφορία εκφράζει «αρνητική αξιολόγηση των υφιστάμενων σχέσεων ή της συλλογικής ενέργειας που παράγει, συντηρεί ή επιτείνει μια δυσάρεστη κατάσταση» τότε μιλάμε για «κοινωνικό πρόβλημα»[i]. Ήδη από την εποχή της βιομηχανικής επανάστασης η «εργασία» αποτελεί το μείζον «κοινωνικό πρόβλημα»[ii]. Πάνω στη βάση αυτή συγκροτήθηκε από την ολοένα και διογκούμενη εργατική τάξη το εργατικό κίνημα με τα συνδικάτα και τα πολιτικά κόμματα που την εκπροσωπούσαν.[iii] Η παρουσία στο πολιτικό προσκήνιο των εργατικών και σοσιαλδημοκρατικών μαζικών κομμάτων από τα τέλη του περασμένου αιώνα έφερε στην ημερήσια πολιτική διάταξη το ζήτημα της εργασίας ως «διακύβευμα» των εκλογικών αναμετρήσεων.[iv] Σήμερα που κατά πολλούς οδεύουμε στην κατεύθυνση της μεταβιομηχανικής κοινωνίας η «εργασία» δεν είναι πλέον το σπουδαιότερο «διακύβευμα» και τη θέση του καταλαμβάνει το πρόβλημα του περιβάλλοντος και της προστασίας του. Η κοινωνία αυτή, όμως, δεν παύει να είναι καπιταλιστική και, επομένως, η παραγωγή και ιδιοποίηση της υπεραξίας που προέρχεται από την εκμετάλλευση τόσο της ζωντανής εργασίας όσο και του φυσικού περιβάλλοντος καθορίζει σε πολύ μεγάλο βαθμό

 

Τι είναι, όμως, και πώς διαμορφώνεται η πολιτική ημερήσια διάταξη (ατζέντα); «Ως ημερήσια διάταξη (ατζέντα), ορίζεται το σύνολο των προβλημάτων που θεωρούνται ότι απαιτούν δημόσια συζήτηση ή ακόμη την παρέμβαση της πολιτικής εξουσίας»[v]. Το πολιτικό σύστημα αποτελεί υποσύστημα του κοινωνικού συστήματος, που επικοινωνεί με το γενικό σύστημα της κοινωνικής δράσης και μέσω αυτού με το αρχικό εξωτερικό περιβάλλον του κοινωνικού συστήματος. [vi]  Η έννοια του αιτήματος κατέχει κεντρική θέση γιατί είναι, τρόπον τινά, η «πρώτη ύλη» των εισροών του πολιτικού συστήματος που τις μετατρέπει σε εκροές, δηλαδή σε αποφάσεις των κοινοβουλίων, των κυβερνήσεων και της κρατικής μηχανής[vii]. Τα πολιτικά κόμματα αποτελούν τους κύριους «θυροφύλακες» του πολιτικού συστήματος.[viii] Αυτή όμως η θεωρία για το πολιτικό σύστημα αδυνατεί να διεισδύσουν στις σχέσεις ανάμεσα στα διάφορα επίπεδα της πραγματικότητας και να περιγράψει τις λειτουργίες στο εσωτερικό του πολιτικού συστήματος, τους τρόπους σύνδεσης των διαφοροποιημένων μερών του, τους τόπους άρθρωσης των γεγονότων στο εσωτερικό του με τις δυνάμεις που δρουν στα όρια εντός κι εκτός του συστήματος αυτού και των μεταξύ τους συνδετικών αρμών.[ix] Αντίθετα μελετώντας το πολιτικό σύστημα αναλυτικά και διεξοδικά, διακρίνουμε δυο είδη πολιτικής ατζέντας[x]: τη δημόσια (ή συστημική) ατζέντα και τη θεσμική (ή κυβερνητική ή επίσημη) ατζέντα.[xi] Η διάκριση αυτή είναι ιδιαίτερα σημαντική, γιατί μας επιτρέπει να εστιάσουμε εκεί ακριβώς όπου εμφανίζεται η πολιτική αντιπαράθεση και τα κοινωνικά ζητήματα μετατρέπονται και αναβαθμίζονται σε πολιτικά "διακυβεύματα". Ένα κοινωνικό πρόβλημα μεταβάλλεται σε πολιτικό διακύβευμα όταν γύρω από αυτό συγκρούονται δυο ή και περισσότερες ομάδες και η σύγκρουση αναφέρεται στα ουσιαστικά ή στα διαδικαστικά ζητήματα που συνδέονται με την κατανομή πόρων ή θέσεων[xii]. Αυτή η σύγκρουση λαμβάνει χώρα συνήθως κατά τη συγκρότηση της ημερήσιας διάταξης του πολιτικού (δια)λόγου ή και αντιπαράθεσης. Ένα θέμα πρώτα εγγράφεται σ’ αυτήν και κατόπιν στη θεσμική ατζέντα, δίχως βέβαια και να αποκλείεται η άμεση εγγραφή του στη θεσμική. Η δομή της θεσμικής ατζέντας εκφράζει στην ουσία τα θεσμικά και δομικά εμπόδια και τη γενικότερη προδιάθεση του πολιτικού συστήματος απέναντι σε κάποιου τύπου προβλήματα και τα οποία εμπόδια σχετίζονται  με την άνιση ικανότητα πρόσβασης των ατόμων ή ομάδων σ’ αυτό. Στη διαδικασία προώθησης των θεμάτων της ημερήσιας διάταξης στους θεσμούς, εκτός από τα ίδια τα μέλη της κρατικής εξουσίας και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, σημαντικός είναι ο ρόλος των πολιτικών κομμάτων, των ομάδων πίεσης ή ομάδων συμφερόντων, των κινήσεων πολιτών για την προώθηση του όποιου κοινωνικού ζητήματος.

 

Ως εκ τούτου προκύπτει από τα παραπάνω ένα διπλής όψεως ερώτημα: πώς συμβάλλει ένα πολιτικό κόμμα - ή μια παράταξη - στη διαμόρφωση της δημόσιας ατζέντας και πώς διαμορφώνεται η δική του ατζέντα, ή αλλιώς το εκλογικό πρόγραμμά του και η γενικότερη κομματική πολιτική του; Απόψε θα ασχοληθούμε μόνο με τη μία όψη του ερωτήματος, δηλαδή τη διαμόρφωση του πολιτικού προγράμματος του κόμματος.

 

Είναι αυτονόητο ότι μιλάμε για ένα δημοκρατικό πολιτικό σύστημα στο οποίο τα κόμματα[xiii] και οι παρατάξεις αποτελούν «το πλέον σημαντικό τμήμα των αντιπροσωπευτικών δομών στις σύνθετες δημοκρατικές κοινωνίες»[xiv], χωρίς βεβαίως να παραγνωρίζουμε πλευρές της κριτικής που έχει υποστεί αυτή η κάπως «απόλυτη» διατύπωση»[xv]. Η ύπαρξη του κομματικού συστήματος έρχεται να αναδείξει την ιστορική μεταβολή του πολιτικού συστήματος, όπου η προγενέστερη κυρίαρχη σχέση μεταξύ της εκτελεστικής εξουσίας και της νομοθετικής εξουσίας ήταν σε βάρος της δεύτερης αλλοιώνεται, με την καθολίκευση του δικαιώματος της ψήφου και την ορμητική είσοδο της εργατικής τάξης στο προσκήνιο, υπέρ της νομοθετικής εξουσίας και την συγκέντρωση της εκτελεστικής εξουσίας στην κυβέρνηση, η οποία έχει την πολιτική ευθύνη της διακυβέρνησης μετά από την έγκρισή της από την πλειοψηφία του κοινοβουλίου (αρχή της δεδηλωμένης). Ο πολιτικός αγώνας μεταξύ ανωτάτου άρχοντος και κοινοβουλίου μεταβλήθηκε σε πολιτικό αγώνα μεταξύ της κυβερνώσας πλειοψηφίας και της αντιπολιτευόμενης μειοψηφίας (ή μειοψηφιών). Τα πολιτικά κόμματα και η λειτουργία του πολιτικού συστήματος αποτελούν την «κεντρική συνιστώσα της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και βασικό παράγοντα για τη διαμόρφωση της θεσμικής ισορροπίας στο πολιτικό σύστημα».[xvi]

 

Στη σημερινή ελληνική πολιτική πραγματικότητα συναντάμε, κατά τη γνώμη μου, όλων των ειδών τα πολιτικά κόμματα που έχουν ιστορικά χαρακτηριστεί ανάλογα με τον τύπο της οργάνωσής τους: κόμματα καρτέλ (cartel parties) πανσυλλεκτικά κόμματα (catch-all parties), κόμματα μαζών (mass parties) και κόμματα στελεχών (notables parties or cadre parties).[xvii] Τα πολιτικά κόμματα είναι, πρώτα απ’ όλα, οργανώσεις μέσω των οποίων η κοινωνία συναντά την πολιτική και τα κοινωνικά προβλήματα και αιτήματα μετατρέπονται σε πολιτικά. Συνεπώς, το κύριο καθήκον τους είναι η συνάρθρωση των αιτημάτων σε πρόγραμμα προτάσεων κυβερνητικής πολιτικής.[xviii] Έτσι, τα κόμματα οργανώνονται με τρόπο τέτοιο ώστε να υποδέχονται και να διηθούν τα κοινωνικά αιτήματα καταστρώνοντας αποτελεσματικότερους τρόπους προώθησή τους στο εσωτερικό του πολιτικού και κρατικού συστήματος. Τα κόμματα αποτελούν, εκτός των άλλων, και παράγωγα της «δομής πολιτικών ευκαιριών»[xix].

 

Στην ελληνική μεταπολιτευτική πολιτική ιστορία, το κόμμα που αξιοποίησε με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο την αλλαγή της δομής των πολιτικών ευκαιριών ήταν το Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα[xx] σε αντίθεση με τα κόμματα της παραδοσιακής Αριστεράς, ιδιαίτερα κατά την πρώτη  περίοδο. Η οργανωτική του συγκρότηση και η πολιτική του σύνθεση, ο εσωτερικός συσχετισμός δυνάμεων και η δυναμική του αντανακλώνται κάθε φορά στον τρόπο διατύπωσης και καταγραφής των κοινωνικών αιτημάτων στο πολιτικό του πρόγραμμα. Με τα δεδομένα αυτά μπορούμε να χαρακτηρίσουμε το ΠΑ.ΣΟ.Κ. ως ένα κόμμα το οποίο στην 26ετή πορεία του συμπύκνωσε όλα τα παραπάνω ιστορικά στάδια της εξέλιξης των πολιτικών κομμάτων: 1974-κόμμα στελεχών, 1975 ως 1977 κόμμα μαζών, 1977 ως 93-πανσυλλεκτικό και 1993-2000 κόμμα-καρτέλ[xxi]. Κατά τη διάρκεια αυτής της ιστορικής διαδρομής, ο συνεχής επαναπροσδιορισμός του ΠΑ.ΣΟ.Κ. στο επίπεδο των προγραμματικών θέσεων οφείλεται στην αλλαγή των εσωτερικών πολιτικών συσχετισμών μεταξύ των τριών διαφορετικών συνιστωσών του («αριστεροί-σοσιαλιστές», «παλαιοκομματικοί-κεντρώοι», «τεχνοκράτες»).[xxii] Δείγμα της δυναμικής ανασύνθεσης και αναδιάρθρωσης του εσωτερικού συσχετισμού δυνάμεων αποτελεί και το πρόγραμμα του ΠΑ.ΣΟ.Κ. που παρουσιάστηκε για τις βουλευτικές εκλογές του Μαρτίου 2000.

 

Η περίπτωση της Νέας Δημοκρατίας[xxiii]είναι σχετικά διαφορετική. Αν και συγκεντρώνει πολλά από τα χαρακτηριστικά του κόμματος-καρτέλ, εν τούτοις θα μπορούσαμε με μεγαλύτερη ακρίβεια να την χαρακτηρίσουμε ως πανσυλλεκτικό κόμμα λόγω της μακρόχρονης παραμονής στην αντιπολίτευση, κατάσταση που δυσκολεύει το κόμμα να αξιοποιήσει πλήρως τους πόρους και τους μηχανισμούς του κράτους[xxiv]. Για την πρώτη περίοδο της μεταπολίτευσης, κατά την οποία κυριαρχούσε πολιτικά η ΝΔ υπό την ηγεσία του τότε πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Καραμανλή, θα μπορούσαμε να πούμε ότι το κόμμα αυτό είχε θεωρητικοποιήσει την πανσυλλεκτικότητα  με την ταύτιση του λαού με το έθνος και την επιδίωξή της να εκφράσει αυτή την ταύτιση.[xxv] Όπως έχουν δείξει αρκετές μελέτες[xxvi], η σημερινή ΝΔ διευρύνει ξανά, μετά το (νέο)φιλελεύθερο πείραμα της περιόδου 1989-1993, το εκλογικό της ακροατήριο προς τις λαϊκές τάξεις των πόλεων και της υπαίθρου[xxvii], με αποτέλεσμα τόσο στο επίπεδο της οργάνωσης όσο και του προγραμματικού λόγου[xxviii] να συνυπάρχουν στοιχεία του παραδοσιακού της ακροατηρίου (προερχόμενα από τις αμιγώς αστικές και μικροαστικές τάξεις και περιοχές) όσο και των νέων εργατικών και λαϊκών στρωμάτων.[xxix]

 

Με τη σειρά τους τα κόμματα της αριστεράς – παραδοσιακής και ανανεωτικής – αναπτύχθηκαν ιστορικά σύμφωνα με το πρότυπο του κόμματος μαζών. Βέβαια, η ελληνική πολιτική παράδοση και κουλτούρα καθώς και η ιδιαίτερη ιστορία των κομμάτων αυτών είχε ως αποτέλεσμα στη μεταπολιτευτική περίοδο να αναπτυχθούν με ιδιότυπο τρόπο. Το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας, το οποίο κατά το μεγαλύτερο διάστημα της μεταπολιτευτικής περιόδου ηγεμονεύει, πολιτικά και ιδεολογικά, στο χώρο της αριστεράς,[xxx] αποπειράθηκε με ένα ιδιόμορφο τρόπο να προβληθεί ως ένα μεσαίου μεγέθους «πολυσυλλεκτικό» κόμμα συμβάλλοντας στη δημιουργία του ενιαίου «Συνασπισμού της Αριστεράς και της Προόδου» κατά την τριετία 1988-1991. Μετά την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού», τη συμμετοχή του κόμματος στις κυβερνήσεις Τζαννετάκη (συγκυβέρνηση με ΝΔ) και Ζολώτα (οικουμενική κυβέρνηση) και τις αλλεπάλληλες διασπάσεις (νεολαία-1989, αποχώρηση ανανεωτικής πτέρυγας-1991) το ΚΚΕ αποσύρθηκε από το «Συνασπισμό της Αριστεράς και της Προόδου» αρνούμενο τη μετεξέλιξη του τελευταίου σε ενιαίο κομματικό οργανισμό. Η οργανωτική και πολιτική ανασυγκρότηση του ΚΚΕ στη δεκαετία του ’90 είχε μεν ως αποτέλεσμα τη μαζικοποίησή του στο χώρο της νεολαίας, των επαγγελματοβιοτεχνών και των εργατών σε φθίνοντες και μη ανταγωνιστικούς βιομηχανικούς κλάδους αλλά δεν στάθηκε δυνατό να προσεγγίσει τα επίπεδα των δεκαετιών ’80 και ’90. Η διαδικασία εκπόνησης του προγράμματος του ΚΚΕ διαφέρει από αυτή των πανσυλλεκτικών κομμάτων και κομμάτων – καρτέλ, που αναθέτουν τη διαδικασία σε ειδικούς τεχνοκράτες ή σε εταιρείες πολιτικής έρευνας, και προσιδιάζει περισσότερο στα ιεραρχικά και γραφειοκρατικά οργανωμένα κόμματα μαζών που έχουν έντονες ιδεολογικές αναφορές: εισήγηση – έγκριση του προγράμματος ή των τροποποιήσεών του από το Πολιτικό Γραφείο και την Κεντρική Επιτροπή και προώθηση για τελική έγκριση στο Συνέδριο του Κόμματος. Ανάλογη είναι η διαδικασία που ακολουθείται στα άλλα δύο κόμματα της σημερινής κοινοβουλευτικής και ευρωκοινοβουλευτικής αριστεράς.[xxxi] Βέβαια, υπάρχουν διαφορές: π.χ. στο σημερινό «Συνασπισμό της Αριστεράς και της Προόδου» το πρόγραμμα αποφασίζεται μετά από εισήγηση της Κεντρικής Πολιτικής Επιτροπής στο Διαρκές Συνέδριο που ενδέχεται να κληθεί εκτάκτως για το σκοπό αυτό.

 

ΟΙ ΔΗΜΟΤΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΑΞΕΙΣ ΤΗΣ ΗΛΙΟΥΠΟΛΗΣ ΓΙΑ ΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

 

Η ανάλυση των προγραμμάτων για το περιβάλλον που έχουν εκπονήσει και παρουσιάζουν οι δημοτικές παρατάξεις δεν μπορεί παρά να λαμβάνει υπόψη της τόσο το γενικότερο πολιτικό σύστημα και την γενικότερη πολιτική συγκυρία όσο και την ειδική σχέση των δημοτικών παρατάξεων με τα κοινωνικά προβλήματα καθώς και τα κοινωνικά κινήματα που δημιουργούνται με στόχο την επίλυσή τους.

 

Τα περιβαλλοντικά προβλήματα τόσο στο δήμο μας όσο και στο ευρύτερο λεκανοπέδιο της Αττικής, δηλαδή στα όρια της υπερνομαρχίας Αθήνας-Πειραιά, δεν δημιουργήθηκαν σήμερα λόγω της πολιτικής της μιας ή της άλλης κυβερνητικής ή δημοτικής παράταξης˙ αντιθέτως, αποτελούν προϊόν τόσο του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και της λογικής του κέρδους γενικά όσο και της ιδιόμορφης κοινωνικο-οικονομικής ανάπτυξης της Ελλάδας και της Αττικής.

 

Το οικολογικό κίνημα στην Ελλάδα δημιουργήθηκε όταν σε πρώτη φάση εμφανίστηκαν διαμαρτυρίες και δραστηριότητες σχετικά με τα περιβαλλοντικά προβλήματα κατά τη δεκαετία του 1970-80. Κατά την περίοδο αυτή η υποβάθμιση του φυσικού περιβάλλοντος κατέστη για πρώτη φορά «κοινωνικό πρόβλημα». Σ’ αυτή τη φάση καταγράφηκαν οχτώ (8) μεγάλες κινητοποιήσεις σχετικά με περιβαλλοντικά προβλήματα με σημαντικότερες αυτές των Μεγάρων, του Βόλου, της Πύλου και της Καρύστου. [xxxii] Το χαρακτηριστικό αυτών των κινητοποιήσεων ήταν η τοπική και περιφερειακή εμβέλειά τους. Έγινε κατανοητό από ευρύτατα πληθυσμιακά στρώματα ότι η μεταπολεμική εκβιομηχάνιση, η άναρχη πολεοδόμηση και η θεώρηση του περιβάλλοντος ως στοιχείου κόστους είχαν καταστροφικές οικολογικές συνέπειες. Το πρώτο συμπέρασμα που βγαίνει από την εξέταση αυτής της περιόδου είναι ότι η ύπαρξη περιβαλλοντικών προβλημάτων δεν συνεπάγεται αυτόματα την εμφάνιση κινημάτων για την επίλυσή τους παρά μόνο όταν οι ίδιοι οι φορείς δράσης ορίσουν ότι πρόκειται για «κοινωνικό πρόβλημα». Στη συγκεκριμένη περίπτωση το «κοινωνικό πρόβλημα» δημιουργήθηκε από τη στιγμή που αυτά τα κοινωνικά στρώματα συνειδητοποίησαν ότι η υποβάθμιση του περιβάλλοντος στερεί από αυτά εναλλακτικές οικονομικές επιλογές ενόψει της γενικότερης οικονομικής κρίσης (π.χ. ενασχόληση με τη γεωργία, την αλιεία και τον τουρισμό). Με άλλα λόγια πρόκειται ακόμη για μια εργαλειακή αντιμετώπιση του περιβάλλοντος και όχι για μια γενικότερη ιδεολογική στροφή προς τον οικολογισμό.[xxxiii]

 

 Σε μια δεύτερη φάση που χονδρικά διήρκεσε μεταξύ 1980 και 1990 με ιδιαίτερη έμφαση στα τέλη της δεκαετίας οπότε τα προβλήματα του περιβάλλοντος κατέστησαν μέρος της πολιτικής ατζέντας και έγιναν πολιτικό «διακύβευμα». Όμως, για να γίνει το πρόβλημα της υποβάθμισης του περιβάλλοντος «πολιτικό διακύβευμα» προηγήθηκε μια περίοδος διάχυσης δραστηριοτήτων σχετικών με το περιβάλλον και ανάδυσης της πράσινης πολιτικής ως πολιτικού προτάγματος. Εντάθηκαν σε μεγάλο βαθμό οι τοπικές εκδηλώσεις διαμαρτυρίας για την περιβαλλοντική υποβάθμιση, αυξήθηκε αρκετά ο αριθμός των οικολογικών ομάδων πολιτών και επιστημόνων, έγιναν απόπειρες συντονισμού που κάποτε κατέληξαν στη δημιουργία της «Ομοσπονδίας Οικολογικών και Εναλλακτικών Οργανώσεων» και την κάθοδο σε Ευρωεκλογές και Εθνικές Βουλευτικές Εκλογές του Συνδυασμού «Οικολόγοι-Εναλλακτικοί». Σε δημοτικό επίπεδο υπήρξαν κινήσεις πολιτών που δραστηριοποιήθηκαν εκλογικά, προβάλλοντας έναν άλλο εναλλακτικό πολιτικό λόγο συνδυάζοντας τη θεσμική και την εξωθεσμική δράση, την άμεση δημοκρατία, την οικολογία και τις θεματικές των νέων κοινωνικών κινημάτων (σημαντικές ήταν οι περιπτώσεις της Χαλκίδας και του Χαλανδρίου). Η εκλογή βουλευτών στις εκλογικές αναμετρήσεις των ετών 1989 και 1990 ήταν σημάδι της αυξανόμενης απήχησης των οικολογικών προτάσεων.

 

Σε μια τρίτη φάση, που κατά τη γνώμη μου ακόμη διαρκεί, το οικολογικό κίνημα βρίσκεται σε κατάσταση κρίσης μην μπορώντας να διαχειριστεί και να προβάλλει ένα συνολικό πολιτικό λόγο που να απαντά στα περιβαλλοντικά προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας σε εθνικό επίπεδο. Ένα μεγάλο ποσοστό των περιβαλλοντικών οργανώσεων ενσωματώθηκε με πλάγιο τρόπο στο ίδιο το πολιτικό σύστημα που ήθελε να ανατρέψει στελεχώνοντας τους θεσμούς του κράτους και συμμετέχοντας στην εκπόνηση και εφαρμογή κρατικής πολιτικής για το περιβάλλον. Ένα εξίσου μεγάλο μέρος δραστηριοποιείται στο επίπεδο της εκπαίδευσης τόσο στο δημόσιο σύστημα παιδείας όσο και με δικές τους εκπαιδευτικές πρωτοβουλίες (σεμινάρια, ημερίδες κλπ) διαμορφώνοντας οικολογική συνείδηση στη μαθητική και σπουδάζουσα νεολαία αλλά και σε ενήλικες, στις περισσότερες περιπτώσεις με πόρους από τα ευρωπαϊκά προγράμματα. Επίσης, σημαντική είναι η ανάπτυξη παραρτημάτων των διεθνών περιβαλλοντικών οργανώσεων, όπως η Greenpeace, το WWF (Παγκόσμιο Ταμείο για τη Φύση), καθώς και θεματικά προσανατολισμένων οργανώσεων, όπως η Ορνιθολογική Εταιρεία,   Τέλος, ένα άλλο μέρος προσπαθεί μέσα από τις τοπικές και περιφερειακές κινήσεις είτε αυτόνομα είτε μέσω των πιο φιλικών προς αυτό κομμάτων και παρατάξεων να παρέμβει τόσο στο κινηματικό επίπεδο όσο και σε εκλογικό.

 

Τα πολιτικά κόμματα και οι δημοτικές παρατάξεις – ακόμη και του λεγόμενου αστικού κόσμου, δηλαδή η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ – προκειμένου να αποκτήσουν πρόσβαση στο μέρος εκείνο του εκλογικού σώματος που ευαισθητοποιείται όσον αφορά τα περιβαλλοντικά προβλήματα, και το οποίο δεν είναι πλέον δυνατό να αγνοείται, ενσωμάτωσαν στα προεκλογικά τους προγράμματα στοιχεία της πράσινης πολιτικής. Με άλλα λόγια, πρόκειται για «πρασίνισμα» του υπάρχοντος κομματικού συστήματος, αντί για ανατροπή του ή ριζική μεταρρύθμισή του όπως ήταν ο αρχικός στόχος για το μέγιστο μέρος των οικολογικών οργάνωσεων και των τοπικών περιβαλλοντικών κινήσεων

 

Εξετάζοντας την περίπτωση των δημοτικών παρατάξεων που συγκροτήθηκαν για τις εκλογές του Οκτωβρίου 2002, θα λέγαμε ότι αυτό ακριβώς ισχύει στο τοπικό επίπεδο, δηλαδή το τοπικό κομματικό σύστημα «πρασίνισε» σε μικρό ή μεγάλο βαθμό. Αν εξαιρέσουμε τις περιπτώσεις όπου για λόγους φραστικής αντιπολίτευσης στην επί 12ετία διοικούσα το Δήμο Ηλιούπολης παράταξη «Δημοτική Αλλαγή» ορισμένες παρατάξεις της δεξιάς ή της παραδοσιακής αριστεράς βρέθηκαν κοντά αλλά όχι μέσα στις κινητοποιήσεις κατοίκων (π.χ. υπόθεση Ρέματος Πικροδάφνης), θα διαπιστώσουμε ότι το «πρασίνισμα» της προγραμματικής πολιτικής είναι όντως επιφανειακό. Στην περίπτωση της παράταξης «Νέα Δημοτική Κίνηση», δηλαδή της παράταξης που στηρίζεται από τη Νέα Δημοκρατία και την Πολιτική Άνοιξη, αυτό είναι εμφανές. Διαβάζοντας την ιδρυτική διακήρυξη της παράταξης[xxxiv]διαπιστώνουμε ότι στις 14 θέσεις-αρχές που προτείνονται προς έγκριση από το εκλογικό σώμα υπάρχει μόνο μια μικρή αναφορά στην 9η θέση: «Προστασία του φυσικού μας πλούτου, ανάπτυξη των υποδομών, διευκόλυνση των μεταφορών έτσι ώστε ο κάθε πολίτης να μπορεί να κυκλοφορεί ευχάριστα σε ένα περιβάλλον πράσινο, ανθρώπινο και άνετο». Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι προτείνεται μέσα από την αναφορά στη σχέση «Γυναίκα-Πολίτης» ότι πρώτος στόχος είναι η «βελτίωση της συνείδησης για το πράσινο». Τέλος, τονίζεται ότι «Πρέπει επιτέλους η Κατεχάκη να μεταφερθεί. Στις παρειές του Υμηττού. Υπόγεια. Ο Υμηττός πρέπει να ξαναπρασινίσει…Και πρέπει να δοθεί έμφαση στην πυρασφάλεια του χώρου αλλά κυρίως να συστηματοποιήσουμε τη φροντίδα μας για την ανάπτυξη των χιλιάδων δενδρυλλίων που κάθε φορά φυτεύουμε και ύστερα αφήνουμε στην τύχη τους. Ακόμη πρέπει να μεταφερθεί σύγχρονη ρεαλιστική λύση για τη μεταφόρτωση των απορριμμάτων και ο χώρος να δοθεί στους συμπολίτες μας ως χώρος αναψυχής, αθλοπαιδιών και περιπάτου.» Ενώ από τη μια είναι θετικό το ότι υπάρχει διαφοροποίηση σε σχέση με παρελθούσες τοποθετήσεις των προηγούμενων παρατάξεων του χώρου που αποδέχονταν άκριτα – όποτε γινόταν λόγος - την προοπτική της επιφανειακής χάραξης της περιφερειακής λεωφόρου από την άλλη είναι τόσο γενική η αναφορά ώστε πρόβλημα που θα βρούμε μπροστά μας λόγω της εκπεφρασμένης βούλησης των κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ και ΝΔ παραπέμπεται γενικά και αόριστα στο μέλλον. Βλέπουμε, λοιπόν, ότι οι καιροί αλλάζουν και ότι ακόμη και ο πολιτικός χώρος, που έχει την κύρια ευθύνη για το καταστροφικό μεταπολεμικό μοντέλο ανάπτυξης της χώρας, κάτω από την πίεση των σύγχρονων προβλημάτων και αναγκών και λόγω της μικρής αλλά υπαρκτής ανάπτυξης περιβαλλοντικού και οικολογικού κινήματος αρχίζει να υιοθετεί στοιχεία του λόγου της «πράσινης πολιτικής».

 

Το ίδιο συμβαίνει και με την παράταξη «Δημοτική Αλλαγή» του απερχόμενου Δημάρχου που πρόσκειται στο κυβερνητικό κόμμα του ΠΑΣΟΚ. Εδώ μάλιστα έχουμε μια κατά κύριο λόγο προβολή πεπραγμένων, πραγματικών ή και φανταστικών. Όσον αφορά το μέλλον προσδιορίζεται συγκεκριμένα ότι στην τετραετία 2003-2006 θα γίνει «επέκταση και αναβάθμιση του πράσινου ώστε να μην υπάρχει ελεύθερος χώρος χωρίς πράσινο και λουλούδια.» Αναρωτιέται όμως ένας καλόπιστος δημότης: «Πόσοι θα είναι οι ελεύθεροι χώροι;» Επίσης με σιγουριά αναγγέλλεται «συνέχιση της αναδάσωσης με τους ίδιους ρυθμούς και σε περιοχές του Υμηττού που δεν υπήρχε δάσος, ούτε πριν από τις πυρκαγιές». Για την Δασοπροστασία και την Πυρόσβεση, όλα είναι σίγουρα για το μέλλον αφού στο πρόγραμμα 2003-2006 προβλέπεται «να μην καεί πια ούτε ένα δένδρο στον Υμηττό» και προβλέπεται η «καθιέρωση βραβείων για τις καλύτερες εργασίες και τις καλύτερες παρεμβάσεις προστασίας και αναβάθμισης του περιβάλλοντος των μαθητών, των φορέων και των δημοτών. Για τη δημοτική συγκοινωνία και το κυκλοφοριακό προβλέπεται άμεση δρομολόγηση των νέων λεωφορείων που έχει ήδη στη διάθεσή του ο Δήμος (από πότε άραγε;) αγορά νέων λεωφορείων για τη σύνδεση των περιφερειακών περιοχών της πόλης μας με το κέντρο της, ώστε να είναι άνετη η πρόσβαση των δημοτών στις υπηρεσίες και στην αγορά. Προωθούνται ειδικά δρομολόγια της Δημοτικής Συγκοινωνίας της πόλης προς το Σταθμό Ηλιούπολης του ΜΕΤΡΟ για όλους τους πολίτες. Επίσης επικαιροποιείται η Κυκλοφοριακή Μελέτη Ηλιούπολης με τη συνεργασία των φορέων και των επαγγελματιών της πόλης και άμεση υλοποίησή της.[xxxv]Για την περιφερειακή λεωφόρο Υμηττού, για τις κεραίες εταιρειών κινητής τηλεφωνίας και το Κέντρο Υπερυψηλής Τάσης της Δ.Ε.Η. δεν γίνεται λόγος. Γιατί άραγε;

 

Από το χώρο του ΠΑΣΟΚ προέρχεται ένα ακόμη ψηφοδέλτιο στις προσεχείς εκλογές. Είναι η «Σύγχρονη Ανθρώπινη Ηλιούπολη» με επικεφαλής τον τέως Αντιδήμαρχο Βαγγέλη Γεωργάκη. Η παράταξη αυτή θέτει ως στόχο μια «πόλη σύγχρονη, λειτουργική και φιλική προς τους κατοίκους της, μια πόλη που θα διατηρήσει τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της, ως πόλης πρασίνου».[xxxvi]Η παράταξη αυτή δίνει ιδιαίτερη προσοχή στο θέμα του περιβάλλοντος σε προγραμματικό επίπεδο. Αναφερόμενη στα άλση τονίζει: «Ο σύγχρονος τρόπος ζωής μιας πόλης επιβάλλει την ανάδειξη των αλσών, ως χώρους αναψυχής, ξεκούρασης και ηρεμίας. Σε χώρους όπου οι άνθρωποι θα επικοινωνούν και θα γνωρίζονται μεταξύ τους. Μια σύγχρονη δημοτική αρχή, οφείλει να αντιμετωπίσει τα άλση ως ένα από πολυτιμότερα στοιχεία της Ηλιούπολης. Και να λάβει μέτρα. Διατήρηση, ενίσχυση και εμπλουτισμός του πρασίνου. Αξιοποίηση και ανάπλαση των αλσών με σεβασμό πάντα στον χαρακτήρα τους, έτσι ώστε αυτά να είναι επισκέψιμα. Δημιουργία μονοπατιών και ενίσχυση του φωτισμού. Ο στόχος είναι ένας και απλός. Οι Ηλιουπολίτες να περνάνε μέσα από τα άλση τους και όχι έξω από αυτά.» Ακόμη μεγαλύτερη έμφαση δίνεται στο έντονο κυκλοφοριακό πρόβλημα που αντιμετωπίζει η Ηλιούπολη και που επιδρά στις περιβαλλοντικές ισορροπίες. Ειδικά για τα προβλήματα που θα δημιουργηθούν με το ΜΕΤΡΟ, η παράταξη προτείνει να ληφθούν τρεις πρωτοβουλίες: «Σύνταξη τεκμηριωμένης μελέτης, για τις κυκλοφοριακές συνθήκες που θα προκύψουν στην περιοχή, έτσι ώστε με τις παρεμβάσεις που θα ακολουθήσουν (μονοδρομήσεις κλπ.), να γίνεται όσο το δυνατόν ορθολογική διαχείριση της κυκλοφορίας των οχημάτων…2. Στόχος όλων των παρεμβάσεων θα πρέπει να είναι η εξασφάλιση της ποιότητας ζωής των κατοίκων που ζουν στην περιοχή. Εκτός από την διαχείριση της κυκλοφορίας πρέπει να αντιμετωπιστεί, από τώρα, το πρόβλημα της στάθμευσης των αυτοκινήτων, που θα έρχονται από άλλες περιοχές, με τη δημιουργία κατάλληλων χώρων. Η Δημοτική αρχή πρέπει να φροντίσει έτσι ώστε οι κάτοικοι της περιοχής να παρκάρουν τα αυτοκίνητά τους, έξω από τα σπίτια τους (ειδικές κάρτες). 3. Αλλαγή αντίληψης της εσωτερικής συγκοινωνίας. Οι γειτονιές και το κέντρο της Ηλιούπολης πρέπει να συνδέονται με το σταθμό του ΜΕΤΡΟ, όλες τις ώρες λειτουργίας του, με τακτικά δρομολόγια. Η συγκοινωνία να γίνεται με σύγχρονα και ‘ευέλικτα’ λεωφορεία.» Τέλος, υπάρχει το κυκλοφοριακό πρόβλημα αναφορικά με την Κεντρική Πλατεία και τις περιοχές όπου υπάρχουν μεγάλα super-markets: «Το κυκλοφοριακό πρόβλημα χρειάζεται συνεχείς επεμβάσεις και μέτρα, ως αποτελέσματα μελέτης. Αντιμετώπιση της διαμπερούς κυκλοφορίας, μέτρα αποθάρρυνσης της εσωτερικής μετακίνησης, με πρώτο την δημιουργία πραγματικής Δημοτικής συγκοινωνίας. Δημιουργία θέσεων στάθμευσης. Συστηματική αστυνόμευση.» Η παράταξη αυτή στα προγραμματικά κείμενά της μέχρι στιγμής δείχνει ότι αντιμετωπίζει με αρκετή σοβαρότητα τα περιβαλλοντικά προβλήματα. Όμως, άλλα προβλήματα υπερτονίζει και άλλα υποβαθμίζει ή δεν αναφέρεται καθόλου σ’ αυτά, όπως π.χ. για το Ρέμα της Πικροδάφνης που αποτέλεσε ένα από τα κυρίαρχα προβλήματα των προηγούμενων ετών και όπως φαίνεται θα αποτελέσει και στο άμεσο μέλλον. Ξεπερνιέται απλώς με μια υπόμνηση στα πεπραγμένα του Βαγγέλη Γεωργάκη ως αντιδημάρχου: «Δρομολογήθηκαν και επιταχύνθηκαν μεγάλα έργα, όπως: Μουσείο Εθνικής Αντίστασης, Χαλικάκι, Δημαρχείο και Ρέμα Πικροδάφνης, με ήπιας μορφής παρέμβαση». Να πρόκειται άραγε για πρόβλημα κακής επικοινωνιακής πολιτικής που δεν είναι γνωστή η «ήπιας μορφή παρέμβαση»; Ή μήπως προσπάθεια υπεκφυγής ευθύνης για το ξεκίνημα της τσιμεντοποίησης του ρέματος; Στο επίσημο, όμως, πρόγραμμα αναφέρεται ως πρόταση: «Διατήρηση της κοίτης του ρέματος στην οικολογική της μορφή για αισθητική και για αντιπλημμυρική προστασία. Προστασία του περιβάλλοντος χώρου του, με σεβασμό στη φυσική χλωρίδα και πανίδα. Διαμόρφωση του χώρου σε χώρο αναψυχής με διαδρόμους για περίπατο, με γέφυρες, παγκάκια και ειδικό φωτισμό.» [xxxvii]Τέλος πάντων, το σημαντικό στην περίπτωση της παράταξης αυτής είναι ότι διαφοροποιούμενη από την κυβερνητική δημοτική παράταξη μπορεί – αν δεν επανενσωματωθεί σ’ αυτήν – να αναδείξει ανεξάρτητα και αυτόνομα ένα πιο σαφή λόγο για τα θέματα του περιβάλλοντος και να συνδεθεί με τα αντίστοιχα κινήματα.

 

Η ιστορική δημοτική παράταξη «Δημοκρατική Ενότητα» που πρόσκειται στο ΚΚΕ έχει προχωρήσει πολύ όσον αφορά την προγραμματική προσέγγιση των θεμάτων του περιβάλλοντος και της οικολογίας. Η Δ.Ε. επισημαίνει στο πρόγραμμά της ότι: «Το πράσινο κυριολεκτικά λιγοστεύει. Κυριαρχεί το τσιμέντο και η πλακόστρωση στη λογική των μεγαλοεργολάβων». Ως ελάχιστο πρόγραμμα απέναντι στην επερχόμενη κατάσταση ασφυξίας, η Δ.Ε. διακηρύσσει: «Ούτε ένα τετραγωνικό μέτρο ελεύθερου χώρου και πρασίνου δεν πρέπει να διατεθεί για άλλη χρήση». Ο χώρος στο «Χαλικάκι» θα γίνει «χώρος πρασίνου και πολιτισμού». Για την Κεντρική Πλατεία απορρίπτεται - και ορθώς – η μετατροπή της σε εμπορευματικό χώρο με υπόγειο σταθμό αυτοκινήτων και προτείνεται να «διαμορφωθεί με βάση τις ανάγκες των κατοίκων της πόλης μας, προσβάσιμη στους ηλικιωμένους και στα παιδιά». Σημαντική είναι η πρόταση για «ανάπλαση του Άλσους Καλαβρύτων-Ναυαρίνου με σκοπό τη δημιουργία ενός παιδότοπου όπου θα κυριαρχεί η πρώτη μαθησιακή και ψυχαγωγική δράση των νηπίων σε θέματα οικολογίας». Εκτός από την αναδάσωση του Υμηττού και τη δενδροφύτευση αλσυλλίων και πλατειών, προτείνεται για το Ρέμα της Πικροδάφνης να αποτραπεί η τσιμεντοποίησή του και να μετατραπεί σε ανάσα δροσιάς και ευεξίας για την περιοχή. Ειδικά για τον Υμηττό τονίζεται ότι οι «εκσυγχρονιστικές» αντιλήψεις κυβέρνησης και δημοτικών αρχόντων καθώς και η σύμβαση που υπέγραψε η δημοτική αρχή με το υπουργείο Γεωργίας για την παραχώρηση (αξιοποίηση και προστασία) στο Δήμο ανοίγει επικίνδυνους ορίζοντες για το μέλλον του οπλίζοντας «τα χέρια των κερδοσκόπων, των μεγαλοκαταπατητών και τελικά των εμπρηστών.» Εδώ ένας καλόπιστος παρατηρητής θα ρωτήσει: «Αυτό το λέτε τώρα επειδή η δημοτική αρχή ανήκει σε άλλη παράταξη ή πρόκειται για γενική αρχή;» ή θα θέσει ευθέως το ερώτημα: «Είστε υπέρ ή κατά της αποκέντρωσης των διαδικασιών;» Όσον αφορά τη δασοπροστασία τονίζεται ότι είναι θετικός ο ρόλος της προσφοράς των εθελοντών-πολιτών «αλλά δεν μπορεί να είναι η λύση της δασοπροστασίας που η κύρια ευθύνη ανήκει στο κράτος.» Τέλος, θα ήθελα να τονίσω ότι η Δημοκρατική Ενότητα είναι η μοναδική παράταξη που αναφέρεται στις επιπτώσεις του δήθεν «εθνικού στόχου» των Ολυμπιακών Αγώνων 2004 στην Αθήνα. Τονίζεται η αντίθεση της παράταξης στο κλείσιμο των ακτών του Σαρωνικού για το λαό, στην τσιμεντοποίηση των ελεύθερων χώρων και ειδικά του χώρου του παλιού πολιτικού αεροδρομίου του Ελληνικού, στην εγκατάσταση νέου Κέντρου Υπερυψηλής Τάσης (ΚΥΤ) της ΔΕΗ στα όρια Ηλιούπολης και Αργυρούπολης για την κάλυψη των πρόσθετων αναγκών σε ηλεκτροδότηση των Ολυμπιακών Αγώνων. Τέλος, τονίζεται και η αντίθεση στην εκχώρηση των λεγόμενων Ολυμπιακών περιοχών σε ιδιώτες και ΝΠΔΔ για εκμετάλλευση επί μακρά σειρά ετών μετά τη λήξη των Ολυμπιακών Αγώνων.

 

Η δημοτική παράταξη «ΗΛΙΟΥ-Πόλις, ανθρώπινη πόλη» που πρόσκειται στον Συνασπισμό της Αριστεράς και της Προόδου έχει το πιο «πράσινο» πρόγραμμα από όλες τις παρατάξεις με την έννοια ότι στην ιεράρχηση των προς αντιμετώπιση προβλημάτων θέτει την προστασία του περιβάλλοντος και τον πολεοδομικό σχεδιασμό σε πρώτη προτεραιότητα μετά το θέμα του ρόλου της τοπικής αυτοδιοίκησης και ότι προτείνει παρεμβάσεις σε αρκετά περισσότερα ζητήματα από τις άλλες παρατάξεις. Όμως, αρκεί αυτό για να μπορούμε να μιλάμε για μια παράταξη που διαφέρει ριζικά από τις άλλες; Ας δούμε πιο αναλυτικά τις προτάσεις της.[xxxviii] Ξεκινά με μια σωστή διαπίστωση για την σημερινή Ηλιούπολη: «Παραμένει όμως μια πόλη σε μεγάλο βαθμό άχρωμη, χωρίς σχεδιασμό από τη δημοτική αρχή, με πολυκατοικίες που ξεφυτρώνουν συνεχώς, χωρίς αισθητική άποψη, χωρίς σεβασμό στο περιβάλλον και τους κατοίκους της.» Προτείνει την ανάγκη άμεσου επαναπροσδιορισμού των θεσμοθετημένων χρήσεων γης. Για το κυκλοφοριακό πρόβλημα της Ηλιούπολης προτείνονται τα εξής: «Παράλληλα με τον εκσυγχρονισμό  του οδικού δικτύου, στόχος μας είναι ο περιορισμός των μετακινήσεων σε λογικότερα επίπεδα, μέσα από την καλύτερη οργάνωση της πόλης, τη βελτίωση των δημοσίων μεταφορικών μέσων αλλά κυρίως τη δημιουργία των κατάλληλων υποδομών και την παροχή κινήτρων για μεγαλύτερη χρήση ήπιων μεταφορικών μέσων.» Θεωρεί ότι πρέπει να γίνουν έργα άμεσης προτεραιότητας: υλοποίηση κυκλοφοριακής μελέτης (Ποιας μελέτης; Υπάρχει και δεν την γνωρίζουμε;), δημιουργία δικτύων πεζοδρόμων και ποδηλατοδρόμων που να καλύπτουν το σύνολο της πόλης (έχει ληφθεί υπόψη όμως η μορφολογία της πόλης ως ορεινής;) και να συνδέουν τις γειτονιές με το κέντρο και τους βασικούς πυρήνες ελεύθερων χώρων, άθλησης, πολιτισμού, εκπαίδευσης, εξυπηρετήσεων. Επίσης προτείνεται ο αυστηρός έλεγχος στάθμευσης στο κέντρο της πόλης, η δημιουργία χώρων στάθμευσης περιφερειακά του κέντρου της πόλης, η ανάπτυξη εσωτερικής δημοτικής συγκοινωνίας αλλά και σύνδεση με τους όμορους δήμους και το ΜΕΤΡΟ (στο σημείο αυτό θα πρέπει να προστεθεί και η σύνδεση με μακρινούς δήμους, όπως είναι η υπάρχουσα σύνδεση με Πειραιά). Για το Δάσος του Υμηττού προτείνεται ειδικό διαδημοτικό πρόγραμμα δασοπροστασίας με την ενεργοποίηση του Συνδέσμου Προστασίας και Ανάπτυξης Υμηττού (ΣΠΑΥ), να μην επεκταθεί το σχέδιο πόλης στη Β΄ Ζώνη του Υμηττού, να εκπονηθεί μελέτη ειδική για την ανάδειξη του Υμηττού σε χώρο περιαστικού πρασίνου, η ανάδειξη ιστορικών τόπων του Υμηττού, η δημιουργία μονοπατιών που να ενώνουν χαρακτηριστικά σημεία του Υμηττού, η δημιουργία αναρριχητικής πίστας. Για την αντιπλημμυρική προστασία προτείνεται επέκταση του υπάρχοντος δικτύου ομβρίων υδάτων και κατασκευή νέων φρεατίων υδροσυλλογής. Για το Ρέμα της Πικροδάφνης υιοθετείται η αντίθεση στην τσιμεντοποίηση και του μπαζώματος και προτείνεται η αποκατάσταση της φυσικής κοίτης και η ανάδειξή του. Όσον αφορά την Περιφερειακή Υμηττού υιοθετείται η αντίθεση στην επιφανειακή χάραξη της λεωφόρου, όμως ζητείται να γίνει μελέτη τη στιγμή που υπάρχει εδώ και μια δεκαετία η μελέτη-πρόταση της «Πρωτοβουλίας Πολιτών για την Προστασία του Υμηττού» που εισηγείται συγκεκριμένα το διαχωρισμό της τοπικής από την υπερτοπική κυκλοφορία και προτείνονται ιδιαίτεροι τρόποι κατασκευής υπογείων οδών για τη διέλευση των τροχοφόρων. Για τα οικόπεδα Νάστου προτείνεται στη νέα δημοτική αρχή να αξιοποιήσει την αγωνιστική διάθεση του λαού της πόλης για την κατοχύρωση και την αξιοποίησή τους με όλους τους τρόπους.

 

Τέλος, η «Αριστερή Πρωτοβουλία» που πρόσκειται στο Μ-Λ ΚΚΕ καταδικάζει την πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του μεγάλου κεφαλαίου και των κυρίαρχων πολιτικών δυνάμεων με όλα τα πολιτικά απομεινάρια. Καταδικάζει την απερχόμενη πλειοψηφούσα παράταξη γιατί, εκτός των άλλων ασκεί πολιτική, «που αφήνει αναξιοποίητη τη δημόσια περιουσία, ενθαρρύνοντας τις ορέξεις των οικοπεδοφάγων, που επιτρέπει σε ιδιωτικές εταιρείες, στη ΔΕΗ, στον ΟΤΕ, να στήνουν δολοφονικές κεραίες, πάνω από τα σπίτια, πάνω από την πόλη, (…) που γέμισε κάγκελα τους δρόμος και τα άλση της πόλης τα οποία σε συνάρτηση με το κυκλοφοριακό χάος της Αλίμου-Κατεχάκη, που κόβει την πόλη στα δύο καθιστούν απλησίαστα για τους πολίτες και τις πλατείες και τα άλση, που κλείνει το ρέμα της Πικροδάφνης δημιουργώντας σοβαρά περιβαλλοντικά προβλήματα και τώρα και για το μέλλον». Η Αριστερή Πρωτοβουλία  μιλάει για μια «άλλη πόλη». Ποια είναι αυτή η «άλλη πόλη»; Σύμφωνα με την Αριστερή Πρωτοβουλία: «Αυτή που αγανακτεί και δεν μπορεί να εκφραστεί. Αυτή που μοχθεί παράγοντας τα πάντα, για να μην απολαμβάνει τίποτα. Δεσμευόμαστε ότι μαζί με τον κόσμο της εργασίας, της ανεργίας θα συνεχίσουμε να αγωνιζόμαστε και μετά τις εκλογές» για «την αποτροπή της επιπλέον περιβαλλοντικής και πολιτισμικής υποβάθμισης της ζωής μας.»[xxxix]

 

 

ΤΙ ΝΑ ΚΑΝΟΥΜΕ; ΓΕΦΥΡΑ ΠΑΝΩ ΑΠΟ ΤΑ ΤΑΡΑΓΜΕΝΑ ΝΕΡΑ

 

Τα πολιτικά κόμματα αποτελούν, σύμφωνα με τις αρχές της δημοκρατίας, την πηγή, την πρωταρχική οργάνωση και το θεμέλια μιας κοινωνίας που έχει ή θέλει να έχει τον τίτλο της δημοκρατίας [xl] . Εκφράζουν κοινωνικές, ταξικές και ιδεολογικές κινήσεις και διεργασίες.  Είναι επακόλουθο λοιπόν ή να συμβαδίζουν με τα ρεύματα αυτά της κοινωνικής κίνησης ή να τίθενται στο ιστορικό περιθώριο ως απλές ομάδες πίεσης ή διαμαρτυρίας, χωρίς βέβαια αυτό να διαγράφει αρνητικά μια ενδεχόμενη επανάκαμψή τους στο μέλλον [xli] . Η πορεία ενός κόμματος εξαρτάται λοιπόν από τα ίδια του τα στελέχη και τα μέλη, κατά πόσο δηλαδή είναι έτοιμα να ανταποκριθούν στις εξελίξεις της κοινωνίας, της οικονομίας και της πολιτικής.

 

Η "μεταβιομηχανική κοινωνία" στην Ευρώπη και στη Βόρεια Αμερική επιφέρει τροποποιήσεις στο πολιτικό σύστημα, στις κοινωνικές δυνάμεις, στην πολιτική κουλτούρα, στις ιδεολογικές δομές. Η κατάρρευση του "υπαρκτού σοσιαλισμού" και η οικολογική υποβάθμιση του πλανήτη σε συνδυασμό με την έλευση της "μεταβιομηχανικής κοινωνίας" δημιούργησαν νέα δεδομένα. Τα κόμματα έπρεπε να τα λάβουν υπ’ όψη τους αν ήθελαν να συνεχίσουν να παίζουν κάποιο ρόλο στις πολιτικές εξελίξεις. Η επίδραση των νέων κοινωνικών κινημάτων σε πολλές κοινωνίες της Ευρώπης έπαιξαν τελικά ρόλο καίριο στο να δείξουν στα παραδοσιακά κόμματα τα όριά τους. Οι Γερμανοί Πράσινοι, ανεξαρτήτως της όποιας συμφωνίας ή διαφωνίας με τους ρεαλιστές ή τους φονταμενταλιστές, επέδρασαν καταλυτικά στο Γερμανικό κομματικό σύστημα˙ το Γερμανικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα προκειμένου να μην φθαρεί ανεπανόρθωτα άνοιξε τις γραμμές του σε οικολόγους και συγκυβέρνησε με τους Πράσινους σε επί μέρους κρατίδια και, τελικά, σε ομοσπονδιακό επίπεδο  ΟΔΓ. [xlii] Στη Γαλλία οι Πράσινοι συμμετείχαν στην κυβέρνηση Σοσιαλιστών-Κομμουνιστών. Στην Ιταλία αποτελούσαν μόνιμα μέρος του πρώην κυβερνητικού συνασπισμού της Ελιάς. Στην Ολλανδία έχουν "κατακτήσει" το Κομμουνιστικό Κόμμα στο συνασπισμό της «Πράσινης Αριστεράς», στην Ισπανία με το Κομμουνιστικό Κόμμα βαδίζουν από κοινού. Η Ελληνική περίπτωση τελικά διέφερε. Γιατί, μήπως η Ελληνική κοινωνία δεν αντιμετωπίζει οικολογικά προβλήματα του μεγέθους των υπόλοιπων Ευρωπαϊκών κρατών ; Μήπως δεν έχει "μεταϋλιστικά αιτήματα" [xliii]για να οργανώσει "σιωπηλή επανάσταση" ; Ή μήπως τα Ελληνικά πολιτικά κόμματα της μεταπολίτευσης είναι βαθιά ριζωμένα στην Ελληνική κοινωνία και δεμένα με τις ιστορικές και δομικές ιδιαιτερότητές της ώστε να βρίσκονται σε διαρκή εγρήγορση για να προλαβαίνουν δια της μεθόδου της ενσωματώσεως στοιχείων του αμφισβητησιακού λόγου να αποσοβούν τις πολιτικές εκρήξεις;[xliv]

 

Κατά την άποψή μου η τρίτη εκδοχή είναι που μπορεί να διεκδικήσει ψήγματα εγκυρότητας. Κι αυτό γιατί όπως είδαμε όλα τα πολιτικά κόμματα στον α΄ ή β΄ βαθμό κατάφεραν να περάσουν στα προγράμματά τους περισσότερο και λιγότερο στην κυβερνητική τους πρακτική ή στην κοινοβουλευτική τους παρέμβαση - συμπολιτευτικά ή αντιπολιτευτικά - στοιχεία του περιβαλλοντικού λόγου χωρίς να αναγκαστούν να αναδιαμορφώσουν ούτε τις ιδεολογικο-πολιτικές τους αρχές ούτε να αναπροσαρμόσουν σε μεγάλη κλίμακα τις οργανωτικές τους δομές. Με την εξαίρεση των κομματικών σχηματισμών της Πολιτικής Άνοιξης και του Συνασπισμού της Αριστεράς και της Προόδου - και βεβαίως των Οικολόγων/Εναλλακτικών - που εκ των πραγμάτων ήταν υποχρεωμένα να έρθουν σε επαφή με τα νέα κοινωνικά κινήματα και με διαφορετική βεβαίως στοχοθεσία το καθένα, τα παλιότερα κόμματα "πρασίνισαν" τον πολιτικό τους λόγο για να είναι συμβατός με τις νέες ανάγκες της πολιτικής τους στρατηγικής και τακτικής. Ο ανώδυνος περιβαλλοντισμός είναι ο κυρίαρχος λόγος για το περιβάλλον τον οποίο εκφέρει σήμερα το κομματικό σύστημα της Ελλάδας. Η Νέα Δημοκρατία καταφέρνει να δείχνει προς τα έξω ένα ιδιαίτερο φιλελεύθερο-περιβαλλοντικό προσωπείο αναδεικνύοντας τον οικονομικό παράγοντα ως τον πρώτιστο : «ο ρυπαίνων πληρώνει». Το ΠΑΣΟΚ με τις ad-hoc παρεμβάσεις αντί των αρχικών ριζοσπαστικών οραματισμών απέδειξε πως μπορεί να διαχειριστεί την κρατική εξουσία σε κεντρικό και τοπικό επίπεδο με τέτοιο τρόπο ώστε να ασκεί φιλική προς το περιβάλλον πολιτική αρκεί να μην υπερβαίνει τις βασικές ορίζουσες του  εκσυγχρονισμού (λ.χ. υιοθετεί τις θέσεις της Greenpeace για το φωτοβολταϊκό τόξο, την ηλεκτροκίνηση και άλλες προτάσεις της αλλά προωθεί την εκτροπή του Αχελώου, το αεροδρόμιο των Σπάτων, τους αυτοκινητόδρομους και τα μεγάλα έργα εν γένει). Τέλος, το ΚΚΕ έχοντας τη μεγαλύτερη απόσταση από τα νέα κοινωνικά κινήματα σε σχέση με το ΠΑΣΟΚ, την ανανεωτική και την εξωκοινοβουλευτική αριστερά, υποτάσσει τις όποιες οικολογικές ευαισθησίες στην προτεραιότητα της οικονομικής ταξικής πάλης στενά οριζόμενης και, βεβαίως, ούτε λόγος για οργανωτική αναδιάρθρωση φιλική προς τη λογική των νέων κοινωνικών κινημάτων σε βάρος του παραδοσιακού δημοκρατικού συγκεντρωτισμού.

 

            Τα νέα πολιτικά στοιχήματα που ενδεχομένως να τεθούν στα επόμενα χρόνια είναι το κατά πόσο θα σταθεί δυνατή μια νέα σύνθεση κοινωνικο-πολιτικών κινημάτων που να υπερβαίνουν το παραδοσιακό κομματικό σύστημα χωρίς εν τούτοις να παρεμβαίνουν εν κενώ έξω από τις διαμορφούμενες κοινωνικο-πολιτικές συνθήκες. Η συνάντηση της Αριστεράς, των νέων κοινωνικών κινημάτων και του οικολογικού κινήματος στα πεδία των κοινωνικών αγώνων είναι εκείνη που μπορεί να προσδιορίσει νέες κοινωνικο-πολιτικές αντιλήψεις και στάσεις ζωής που να πείθουν τους πολίτες ότι αξίζει μια εναλλακτική προγραμματική πρόταση να τεθεί σε λειτουργία και πέραν του τοπικού-κλαδικού επιπέδου.

 

            Το φουρτουνιασμένο νερό κάτω από τη γέφυρα μπορεί να εξελιχθεί σε χείμαρρο. Αρκεί να γίνει η συνάντηση αυτή.

 

 

 



[i] Ερμηνεία του Δ. Τσαούση. Βλ. Τσαούσης Δ., 1989, Χρηστικό λεξικό κοινωνιολογίας, Αθήνα, Εκδόσεις Gutenberg.

[ii] Βλ. Πιντέλογλου Γρ., 1998, Εισαγωγή στις Εργασιακές Σχέσεις, Αθήνα, εκδ. Έλλην.

[iii] Βλ. Beaud M., 1987, Η ιστορία του καπιταλισμού, Θεσσαλονίκη, Εκδ. Μάλλιαρης-Παιδεία.

[iv] Βλ. Easton D., 1965, A Framework for Political Analysis, N.Y., Prentice Hall ˙ για τους παράγοντες που επιδρούν στη διαμόρφωση της πολιτικής ημερήσιας διάταξης βλ. Σπανού Κ, 1995, «Οι απαρχές της περιβαλλοντικής πολιτικής στην Ελλάδα. Η δυναμική της πολιτικο-διοικητικής ατζέντας στη διάρκεια της δικτατορίας» στο Σπανού Κ. (επιμ.), Κοινωνικές πολιτικές και κρατικές πολιτικές, Αθήνα, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, σ.σ. 223 – 86 καθώς και Cobb R. & Elder C., (1972/1983), Participation in American Politics: The Dynamics of Agenda Building, Baltimore, The Johns Hopkins University Press.

[v] Ορισμός του Padioleau J.G., 1982, LEtat au concret, Paris, PUF, σελ.25 μεταφρασμένος από Σπανού Κ., 1995, ο.ε.π., σελ.225.

[vi] Βλ. Parsons T., 1951, The Social System, NY, Free Press ˙ Παπακωνσταντίνου Απ., 1999, «Η ‘κρίση’ του πολιτικού συστήματος» στο Σωτηρέλης Γ. και Παπακωνσταντίνου Απ., Η δυναμική της δημοκρατίας στη δεκαετία του ’90, Αθήνα, Εκδ. Αντ.Ν.Σάκκουλα, Σειρά «Διοίκηση και Πολιτεία / Μελέτες», Νο. 21, σ.σ. 13-170.

[vii] Βλ. Easton D., 1966, The Political System: An Inquiry into the State of Political Science, N.Y., Alfred A. Knopf.  

[viii] Άλλες ομάδες «θυροφυλάκων» που ρυθμίζουν τη ροή των αιτημάτων προς το πολιτικό σύστημα αποτελούνται «ομάδες συμφερόντων, βουλευτές, οδηγητές γνώμης, διοικητικά στελέχη, πολιτικούς». Βλ. Σπανού Κ., 1995, ο.ε.π., σελ. 228

[ix] Εξίσου σημαντικές για την πολιτική ανάλυση θεωρίες είναι: το «κυβερνητικό» θεωρητικό μοντέλο (βλ. Deutch K., 1963, The Nerves of Government: Models of political communication and control, NY, Free Press και Παπακωνσταντίνου Απ., 1999, ο.ε.π., σ.σ. 89-93) και η «αναπτυξιακή προσέγγιση» (βλ. Παπακωνσταντίνου Απ., 1999, ο.ε.π., σ.σ. 93-107).

[x] Βλ. Cobb R. & Elder C, 1972/1983 ο.ε.π., σ.σ. 86-7

[xi] Βλ. Cobb R. & Elder C, 1972/1983 ο.ε.π., σ.σ. 86-7 και Σπανού Κ. 1995, ο.ε.π., σ.σ.230-35

[xii] Βλ. Σπανού Κ., 1995, ο.ε.π., σελ. 231 και Cobb R. & Elder C., 1972/1983, ο.ε.π., σ.σ. 82-3.

[xiii] Βλ. Langlois M., «Les Partis Politiques», http://members.aol.com/maxime003/francais/politique/partis_politiques.html

[xiv] Βλ. Lipset S.M., “Party System and the Representation of the Social Groups”, Archives of European Sociology, I, 1960, σελ.53, όπου παραπέμπει ο Σπουρδαλάκης Μ., 1990, Για τη θεωρία και τη μελέτη των πολιτικών κομμάτων, Αθήνα, Εκδ. Εξάντας, σελ.21.

[xv] Βλ. Σπουρδαλάκης, 1990, ο.ε.π., σ.σ. 21-35.

[xvi] Βλ. Παπακωνσταντίνου Απ., 1999, ο.ε.π., σελ. 49 και του ιδίου, 1996,  «Η άσκηση των αρμοδιοτήτων των Υπουργών στο κοινοβουλευτικό πολίτευμα: Η περίπτωση της παραίτησης του Κ. Σημίτη από την Κυβέρνηση», Το Σύνταγμα, Τεύχος 1/96, σελ. 172.

[xvii] Βλ. Katz R.S. and Mair R., 1995, «Changing Models of Party Organization and Party Democracy» Party Politics, No.1, σ.σ. 5-28 ˙ Duverger M., 1985, Εισαγωγή στην πολιτική, Αθήνα, Εκδ. Παπαζήσης, σ.σ. 101-115 ˙ Diamandouros N., 1998, «The Political System in Postauthoritarian Greece (1974-1996): Outline and Interpretations» in Ignazi P. and Ysmal C., The Organization of Political Parties in Southern Europe, Westport CT, Praeger Publishers, σ.σ. 181-201˙ Spourdalakis M. 1998, «PASOK: The Telling Story of a Unique Organizational Structure» in Ignazi P. and Ysmal C., The Organization of Political Parties in Southern Europe, Westport CT, Praeger Publishers, σ.σ. 202-220 ˙ Pappas T., 1998, «Nea Dimokratia: Party Development and Organizational Logics» in Ignazi P. and Ysmal C., The Organization of Political Parties in Southern Europe, Westport CT, Praeger Publishers, σ.σ. 221-240 ˙ Ignazi P. and Ysmal C., 1998, «Conclusion: Party Organization and Power – A Southern European Model» in Ignazi P. and Ysmal C., The Organization of Political Parties in Southern Europe, Westport CT, Praeger Publishers, σ.σ. 281-304 ˙ Schwartzenberg R.G., 1984, Πολιτική Κοινωνιολογία, Θεσσαλονίκη, Εκδ. Παρατηρητής, Τόμος ΙΙ, σ.σ. 192-359.

[xviii] Μια ενδιαφέρουσα συζήτηση σχετικά με τα κόμματα στη σύγχρονη εποχή διεξήχθη στην πρωτεύουσα των Η.Π.Α. (18-19/11/1996) υπό την αιγίδα του The National Endowment of Democracy όπου συμμετείχαν εκπρόσωποι πολλών σχολών και ρευμάτων της πολιτικής κοινωνιολογίας από τον S.M.Lipset και τον Stefano Bartolini ως τον Philippe Schmitter και Giovanni Sartori (για πρακτικά βλ. Political Parties and Democracy, στο http://www.ned.org ).

[xix] Όρος που πρώτος εισήγαγε στην πολιτική κοινωνιολογία ο Herbert Kitchelt (βλ. Kitchelt H., 1983, “Political Opportunity Structure and Political Protest», British Journal of Political Science, No. 16, σ.σ. 57-85 και Rootes A.C., 1990, «Theory of Social Movements: Theory for Social Movements?», Philosophy and Social Action, No.16, σ.σ. 5-17) για να περιγράψει το συνδυασμό συγκυριακών, θεσμικών και δομικών παραγόντων που ευνοούν τη συγκρότηση και δράση των κοινωνικών κινημάτων. Ο Spourdalakis (1998, σελ. 215) θεωρεί ότι ο όρος μπορεί να χρησιμοποιηθεί στη μελέτης της γέννησης και της ανάπτυξης των κομμάτων.

[xx] Για την εξέλιξη του ΠΑ.ΣΟ.Κ. βλ. Σπουρδαλάκης Μ., 1988, ΠΑ.ΣΟ.Κ.: Δομή, εσωκομματικές κρίσεις και συγκέντρωση της εξουσίας, Αθήνα, Εκδ. Εξάντας.

[xxi] Βέβαια, μια τέτοια χρονική περιοδολόγηση είναι σχηματική και χρησιμεύει περισσότερο για να αναδείξει την κεντρική τάση κάθε περιόδου, τον «ιδεότυπό» της. Στην πραγματικότητα, σε κάθε φάση οι τάσεις αυτές συνυπάρχουν με την κεντρική.

[xxii] Για τη συνοπτική παρουσίαση των τριών κύριων πολιτικών συνιστωσών του ιστορικού ΠΑ.ΣΟ.Κ. βλ. Σπουρδαλάκης Μ., 1996, «Ανδρέας Παπανδρέου: Τα όρια της εξουσίας» στο Σπήλιος Παπασπηλιόπουλος (επιμ.), ΠΑ.ΣΟ.Κ.: Κατάκτηση και άσκηση της εξουσίας, Αθήνα, Εκδ. Ι.Σιδέρης, σ.σ.19-23.

[xxiii] Η ΝΔ δεν έχει μελετηθεί από τους πολιτικούς επιστήμονες και τους ιστορικούς όσο το ΠΑ.ΣΟ.Κ.  Από τη μικρή βιβλιογραφία για τη ΝΔ επιλέγουμε: Pappas T., 1998, ο.ε.π, και του ίδιου 1995, The Making of Party Democracy in Greece, Ph.D. dissertation, Yale University ֹ Katsoudas K.D., 1987, «Conservative Movement and “New Democracy”» in Kevin Featherstone and Dimitrios K. Katsoudas (eds.), Political Change in Greece: Before and After the Colonels, London and Sydney, Crook Helm ֹ Loulis C.J., 1981, “New Democracy: The New Face of Conservatism, in Howard R. Penniman, (ed.), Greece at the Polls: The National Elections of 1974 and 1977, Washington and London, American Enterprise Institute for Public Policy Research, σ.σ. 49-83.

[xxiv] Σχετικά με την περίπτωση της ΝΔ και την «κρίση» της, ιδιαίτερα μετά την ήττα της στις βουλευτικές εκλογές Σεπτεμβρίου 1996, βλ. Διαμαντόπουλος Θ., 1997, Η Ελληνική πολιτική ζωή: 20ός αιώνας, από την προβενιζελική στη μεταπαπανδρεϊκή εποχή, Αθήνα, Εκδ. Παπαζήση, σ.σ.361-5.

[xxv] Βλ. Διαμαντόπουλος Θ., 1997, ο.ε.π., σ.σ. 263-312 και Mavrogordatos T.G., 1983, «The Emerging Party System» in Richard Clogg, Greece in the 1980s, London, MacMillan, σ.σ. 70-94.

[xxvi] Βλ. Μαυρής Γ., 1997, «Οι τάσεις αποδόμησης / μετασχηματισμού του μεταπολιτευτικού  κομματικού συστήματος» στην Ελληνική ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ, Νο.9, Αθήνα, Εκδ. Θεμέλιο, σ.σ. 179-196.

[xxvii] Σ’ αυτό βοηθά από τη μια ο εκλογικός νόμος που ισχύει και που υποχρεώνει, ιδιαίτερα το «δεύτερο» κόμμα να εντείνει τις προσπάθειές του να προσελκύσει όσο το δυνατόν περισσότερες ψήφους από όλα τα κοινωνικά στρώματα και από την άλλη το ιδιαίτερο μέγεθος των μικροαστικών στρωμάτων στην Ελληνική κοινωνία.

[xxviii] Το πρόγραμμα της ΝΔ συνετάχθη από την υπό την ηγεσία του Μιχάλη Λιάπη γραμματεία Πολιτικού Σχεδιασμού σε συνεργασία με τη Γραμματεία Επικοινωνίας και το «think tank» του Κέντρου Πολιτικών Ερευνών.

[xxix] Βλ. Κυπριανός Π., 1997, «Συγκρότηση και λειτουργία του κομματικού πεδίου στην Ελλάδα» στην Ελληνική ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ, Νο. 9, Αθήνα, Εκδ. Θεμέλιο, σ.σ. 102-137.

[xxx] Για μια κριτική από φιλελεύθερη σκοπιά του οργανωτικού μοντέλου του ΚΚΕ βλ. Mavrogordatos G., 1983, ο.ε.π., σ.σ. 72-74. Για κριτική από μαρξιστική σκοπιά βλ. Μπιτσάκης Ε., 1989, Ρήξη ή ενσωμάτωση, Αθήνα, Εκδ. Σύγχρονη Εποχή.

[xxxi] Συνασπισμός της Αριστεράς και της Προόδου (ΣΥΝ) και Δημοκρατικό Κοινωνικό Κίνημα (ΔΗΚΚΙ).

[xxxii] Βλ. Ορφανίδης Κ. (επιμ.), 1987, Το οικολογικό κίνημα στην Ελλάδα, Αθήνα, Εκδ. Μετά τη Βροχή.

[xxxiii] Βλ. Βοϊκλής Γ., 1992, Οικολογισμός, Αθήνα, Εναλλακτικές Εκδόσεις / Οικολογική Σκέψη 6

[xxxiv] Βλ. Η Πόλη μας (Περιοδικό ενημερωτικό δελτίο του συνδυασμού), τεύχος 1, σ.σ. 2 - 4.

[xxxv] Βλ. Δημοτική Αλλαγή: Έργο και Όραμα, σ.σ. 8-11.

[xxxvi] Βλ. Σύγχρονη Πόλη(Περιοδική έκδοση της Ηλιούπολης), τεύχος 2, Σεπτέμβριος 2002, σελ.1.

[xxxvii] Βλ. Σύγχρονη Ανθρώπινη Ηλιούπολη, Προγραμματίζουμε για την Ηλιούπολη του μέλλοντος, σ.σ. 6- 7

[xxxviii] Βλ. Το ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ του συνδυασμού ΗΛΙΟΥ-Πόλις, ανθρώπινη πόλη, σ.σ. 3-4.

[xxxix] Βλ. Συνέντευξη του επικεφαλής της Αριστερής Πρωτοβουλίας Γ. Σόφη, Λαϊκός Δρόμος (Όργανο της Κ.Ε. του Μ-Λ ΚΚΕ), φ. 318, 28/9/2002, σελ. 7

[xl] Βλ Παπαδημητρίου Γ. & Σπουρδαλάκης Μ., 1994, Τα καταστατικά των πολιτικών κομμάτων, Αθήνα - Κομοτηνή, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα. σελ.11.

[xli] Ενδεικτικό το παράδειγμα πολλών φιλελεύθερων κομμάτων της Ευρώπης (π.χ. Βρετανικό).

[xlii] Βλ.Βiehl J., 1993, «Η αφομοίωση των Ευρωπαίων Πρασίνων: από κινήματα σε κοινοβουλευτικά κόμματα» στο Κοινωνία και Φύση, Τόμ.1, Τεύχ.3, Ιαν-Απρ.’93, σ.σ. 177-196.

 για τη διαμάχη ρεαλιστών και φονταμενταλιστών. Για την επίδραση των νέων κοινωνικών κινημάτων στα ευρωπαϊκά κομματικά συστήματα βλ. Poguntke Th., 1987, «New Politics and Party Systems: The Emergence of a New Type of Party» in West European Politics, Vol. 10, No.1., σ.σ. 76-88.και Rohrschneider Rob., (1993), ο.ε.π.

[xliii] Για το ζήτημα της μεταβιομηχανικής κοινωνίας βλ. δυο κλασικές πια μελέτες των Τοurain A. 1971, The Post-Industrial Society; Tomorrow’ s Social History, Londοn, Wilwood House και Βell D., 1973, The Coming of Post-Industrial Society ; A Venture in Social Forecasting, N.Y., Basic Books. Για το ζήτημα των μεταϋλιστικών αιτημάτων ως συγκροτούντων νέα κοινωνικά κινήματα και κόμματα νέας πολιτικής βλ. Διαμαντόπουλος Θ., (1989) Κόμματα και κομματικά συστήματα : Συγκριτική προσέγγιση και θεωρία, Αθήνα, Εξάντας, και του ίδιου, 1992, Οικολογισμός και Πολιτική, Αθήνα, Εκδόσεις Παπαζήση. Βλ. επίσης Δεμερτζής Ν., 1993 «Κόμματα "νέας πολιτικής" : Πολιτικές και πολιτιστικές ορίζουσες» στην Ελληνική Επιθεώρηση Πολιτικής Επιστήμης, Τεύχος 1, Αθήνα, Εκδόσεις Θεμέλιο, σ.σ. 90-120 και Ιnglehart H., (1977), Impacts of Social Movements on European Party Systems» in The Annals of the American Academy of Political and Social Science, Vol. 528, July 1993, Sage Publications Inc., σ.σ. 157-170.

[xliv] Βλ. Alexandropoulos St. And Serdedakis N., 2000, “Greek environmentalism: From the status nascendi of a movement to its integration”, Paper for EPCR workshop on Environmental Organizations, Copenhagen, April. Για γενικότερη και ειδικότερη βιβλιογραφία σχετικά με τα νέα κοινωνικά κινήματα, βλ. Τσακίρης Θανάσης, (1996), «Βιβλιογραφικός οδηγός για τη μελέτη των νέων κοινωνικών κινημάτων» στην Ελληνική Επιθεώρηση Πολιτικής Επιστήμης, Τεύχος 8ο, Νοέμβριος, Αθήνα, Εκδόσεις Θεμέλιο, σ.σ. 181 - 90.